Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012

Ο προβληματισμός των ξένων







Αθανάσιος Έλλις

Αρθρογράφος
Άρθρο του στην εφημερίδα "Καθημερινή" - 23/2/2012

Αρμόδιοι αξιωματούχοι στην Ουάσιγκτον και στις Βρυξέλλες, αλλά και εγχώριοι εκπρόσωποι των θεσμών που καθορίζουν την πορεία των εξελίξεων όπως και διπλωμάτες ισχυρών χωρών που εμπλέκονται στην όλη διαδικασία, καταθέτουν σε ιδιωτικές συζητήσεις έναν διάχυτο προβληματισμό για την αφερεγγυότητα των Ελλήνων πολιτικών ηγετών και την αβεβαιότητα της «επόμενης μέρας». Αλλωστε, είναι ένα ζήτημα που πολλοί Ευρωπαίοι, με πιο ηχηρή την περίπτωση του κ. Σόιμπλε, εγείρουν και δημοσίως. Ως συχνός αποδέκτης αυτού του κλίματος, επιχειρώ μια σύνοψη των δεδομένων που πιστεύω ότι δεν μπορούν να αγνοούν όσοι ασχολούνται με τη χώρα μας. Η ελληνική Βουλή υπερψήφισε με συντριπτική πλειοψηφία δύο τρίτων τη συμφωνία και τα επώδυνα μέτρα που αυτή περιλαμβάνει, ενώ με δεδομένη την πρόθεση πολλών εκ των διαγραφέντων βουλευτών να επιστρέψουν στα κόμματά τους, είναι πιθανό να καταγραφούν ακόμη μεγαλύτερες πλειοψηφίες κατά τη συζήτηση και ψήφιση των εφαρμοστικών νόμων.

Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τον έντονο σκεπτικισμό πολλών συνομιλητών, εντός και εκτός Ελλάδας, για τη στάση του Αντώνη Σαμαρά, νομίζω ότι δεν πρέπει να αγνοούν ή να υποβαθμίζουν το γεγονός ότι πέρα από κάποιες επιμέρους δηλώσεις του, στις οποίες εστιάζουν ίσως υπερβολικά, είναι σαφές ότι ο αρχηγός της Ν.Δ. υπερψηφίζοντας το δεύτερο Μνημόνιο έκανε μια μείζονα στρατηγική επιλογή η οποία είχε πολιτικό κόστος για τον ίδιο, καθώς οδήγησε σε ακρωτηριασμό της παράταξής του. Κάποιοι επιμένουν να μην ξεχνούν τη στάση του κατά την προηγούμενη διετία και η θέση τους αυτή είναι κατανοητή και σεβαστή. Ομως, θα ενημέρωναν πιο αντικειμενικά και σφαιρικά τους προϊσταμένους ή τις κυβερνήσεις τους εάν επικέντρωναν την προσοχή τους στη στρατηγική διάσταση της στάσης Σαμαρά και όχι στις όποιες τακτικές κινήσεις του με τις οποίες, προφανώς, διαφωνούν. Ο αρχηγός της Ν.Δ. έκανε τη μεγάλη στροφή προς την υπευθυνότητα και υπό αυτό το πρίσμα θα πρέπει να αντιμετωπισθεί στο Βερολίνο, στο Παρίσι, στις Βρυξέλλες και στην Ουάσιγκτον, και, φυσικά, εναπόκειται στον ίδιο να πείσει για την ειλικρίνεια των προθέσεών του κατά την προεκλογική περίοδο.

Παράλληλα, είναι υπερβολική και η ανησυχία που εκφράζεται για περαιτέρω μετακίνηση της Ν.Δ. προς την άκρα Δεξιά. Αντιθέτως, η προσχώρηση των κ. Βορίδη και Γεωργιάδη λειτουργεί σταθεροποιητικά καθώς αποδυναμώνει τον ΛΑΟΣ και δίνει τέλος στον παραλογισμό της προηγούμενης διετίας, κατά την οποία ο ηγέτης της Ακροδεξιάς εξέφραζε συχνά τη φωνή της λογικής και της συναίνεσης. Οσο για τη μετεκλογική πολιτική αβεβαιότητα για την οποία προειδοποιούν, πέρα από τις δημόσιες συγκρούσεις και κάποιες υπερβολές που θα ακουστούν κατά την προεκλογική περίοδο, μια ψύχραιμη ανάλυση της σημερινής πραγματικότητας οδηγεί αναπόφευκτα σε ένα συμπέρασμα - πρόβλεψη: τις εκλογές θα κερδίσει η Ν.Δ. χωρίς αυτοδυναμία και τα δύο μεγάλα κόμματα θα εξασφαλίσουν πάνω από το 50% των ψήφων (σε μια αναλογία ποσοστών που θα κυμανθεί τελικά γύρω στα 3/5 για τη Ν.Δ. και 2/5 για το ΠΑΣΟΚ) και θα σχηματίσουν την επόμενη κυβέρνηση της χώρας με άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Εχοντας, δε, ως αφετηρία τη στάση που τήρησαν στην κρίσιμη ψηφοφορία της 12ης Φεβρουαρίου και με την εμπειρία της πεντάμηνης συμπόρευσής τους, μπορούν από κοινού να λειτουργήσουν ως πυλώνας σταθερότητας και συνέχειας διασκεδάζοντας τις όποιες ανησυχίες εταίρων και οργανισμών.

Η παράταση του βίου της κυβέρνησης Παπαδήμου ή η δημιουργία ενός νέου σχήματος τεχνοκρατών παραμένουν ελκυστικές προκλήσεις, αλλά και ένας «μεγάλος συνασπισμός» -με τη συμμετοχή και μικρότερων κομμάτων, αν αυτό καταστεί δυνατό- που θα απορρέει από συγκλίσεις προς μια ρεαλιστική διαχείριση της σημερινής δύσκολης συγκυρίας μπορεί να αποδειχθεί αποτελεσματική λύση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: