Παρασκευή 31 Ιουλίου 2009

Λαϊκό αίτημα για ανατροπές στα κόμματα







Βίκτωρας Νέτας
Αρθρογράφος
Άρθρο του στην εφημερίδα "Ελευθεροτυπία" - 28/7/2009


Όσα λέει καθημερινά ο απλός, έντιμος πολίτης, αυτός που υφίσταται τις συνέπειες της βαθειάς πολιτικής και κοινωνικής κρίσης, τα είπε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας, δίνοντας με την ομιλία του ουσιαστικό περιεχόμενο στη Γιορτή της Δημοκρατίας.

Ερμήνευσε ο Πρόεδρος το ηχηρό μήνυμα της αποχής από την ευρωκάλπη και στιγμάτισε τη συμπεριφορά των παραγόντων της εξουσίας, ειδικά της πολιτικής, που έχουν την κύρια ευθύνη για την «κρίση εμπιστοσύνης» των πολιτών προς το πολιτικό σύστημα.

Φταίνε, λοιπόν, αυτοί που έχουν θεσμικούς ρόλους στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος ή φταίει το πολιτικό σύστημα; Κατά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας: «Επειδή φαινόμενα δεκαετιών εμποδίζουν την πρόοδο της χώρας, χρειαζόμαστε επανακαθορισμό των κανόνων. Τι είναι σωστό και τι λάθος, πού βρίσκεται το δίκαιο και πού το άδικο, τι ενώνει το ατομικό με το συλλογικό συμφέρον, πώς ορίζεται ο κοινωνικός πολιτισμός, ποιες αξίες επιζητούμε και θαυμάζουμε, τι κόσμο τελικά θέλουμε να παραδώσουμε στα παιδιά μας».

Ουσιαστικά, ο Κάρολος Παπούλιας επεσήμανε την ανάγκη ανατροπής του πολιτικού συστήματος. Το είπε καθαρά, υπογραμμίζοντας ότι «ζούμε το τέλος μιας εποχής» με την αμφισβήτηση του κυρίαρχου μοντέλου οργάνωσης της οικονομίας, ενώ δεν προβάλλεται «με ολοκληρωμένο και αποτελεσματικό τρόπο η εναλλακτική πρόταση». Αναζητείται, επομένως, μια άλλη πρόταση για την αντιμετώπιση της κρίσης και των πιεστικών συσσωρευμένων προβλημάτων, πριν φτάσουμε σε κοινωνικές εκρήξεις, οι οποίες θα έρθουν αναπόφευκτα, αν δεν γίνουν ανατροπές θεραπείας και εξυγίανσης.

Το άμεσο, κρίσιμο ερώτημα είναι: Πώς θα γίνουν οι ανατροπές; Από πάνω ή από κάτω; Μήπως χρειάζεται ένα νέο 1909, που να ταρακουνήσει το σάπιο σύστημα και να γκρεμίσει ό,τι θα πρέπει να σαρωθεί; Μήπως θα πρέπει ή υγιείς κοινωνικές δυνάμεις να αναλάβουν πρωτοβουλίες και ποιες είναι αυτές οι δυνάμεις; Δεν είναι άλλες από τις νέες, άφθαρτες γενιές, αυτές που αγωνιούν για το μέλλον τους και το μέλλον του τόπου, αυτές που οργίζονται από τη διαφθορά, την αναξιοκρατία, τη συναλλαγή.

Υπάρχουν και πέρα από τις δυνάμεις της νεολαίας και άλλες υγιείς δυνάμεις, οι οποίες μένουν μακριά από την πολιτική σκηνή αρνούμενες να υπηρετήσουν το σάπιο σύστημα. Αυτές οι δυνάμεις θα πρέπει να κινητοποιηθούν ή να επιστρατευθούν από τα υπάρχοντα κόμματα, που θα πρέπει να ανοίξουν τις πόρτες τους, επιτέλους, στο άξιο δυναμικό του τόπου, το οποίο έχει κοινωνική προσφορά και καταξίωση, φορτίο γνώσεων και ήθος. Όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος εκλήθη από την Επανάσταση του 1909 να κυβερνήσει τον τόπο, επιστράτευσε όλες τις άξιες δυνάμεις. Ποτέ άλλοτε η χώρα δεν είχε στο πολιτικό προσκήνιο τέτοιο πλήθος προσωπικοτήτων. Η μεγάλη πολιτική σχολή Βενιζέλου έδωσε στελέχη, που τίμησαν με την παρουσία και το έργο τους την πολιτική. Εως τις μέρες μας ο τόπος πορεύεται με ονόματα αυτής της μοναδικής σχολής, στην οποία ανήκουν οι οικογένειες Παπανδρέου, Μητσοτάκη κ.ά.

Είναι κοινή διαπίστωση, ότι το πολιτικό δυναμικό χρειάζεται ανανέωση με ισχυρή αιμοδοσία. Πιστεύω και το έχω ξαναγράψει, ότι οι δύο αρχηγοί των κομμάτων εξουσίας, ο Κώστας Καραμανλής και ο Γιώργος Παπανδρέου, είναι πολιτικοί καλών προθέσεων. Και δεν ανήκουν στην κατηγορία εκείνων των εκπροσώπων του λαού που, όπως είπε ο Κάρολος Παπούλιας, «χρησιμοποιούν την πολιτική ως εφαλτήριο για τρυφηλή ζωή».

Δεν πλαισιώνονται οι δύο αρχηγοί από στελέχη υψηλού επιπέδου, άξια να παράγουν πολιτική, να διαχειριστούν την κρίση, να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών δίνοντας αξιόπιστες λύσεις. Πιέζεται ο Κώστας Καραμανλής να προχωρήσει σε δομικό ανασχηματισμό της κυβέρνησής του, για να αντιστρέψει το δυσμενές κλίμα. Ούτε η βουλευτική ούτε και η ευρύτερη κομματική δεξαμενή έχουν αποθέματα.

Το ίδιο συμβαίνει και στο ΠΑΣΟΚ, το οποίο δεν κατάφερε να διαμορφώσει εναλλακτική πρόταση με συγκεκριμένο πρόγραμμα και όχι με γενικότητες, την ώρα, μάλιστα, που οι δημοσκοπήσεις τού δίνουν προβάδισμα και θεωρείται βέβαιο, ότι θα κερδίσει την εξουσία. Δεν έχει στελέχη ικανά να επεξεργαστούν ένα πρόγραμμα, όπως εκείνο των 100 ημερών της Αλλαγής, που εφαρμόστηκε το 1981 από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου. Έχει χρόνο ώς την ώρα της κάλπης να το κάνει, με στελέχη εκτός κόμματος και κυρίως με κοινωνικούς παράγοντες, που έχουν καθημερινή τριβή με τα προβλήματα, που έχουν γνώσεις και γνώση, ήθος και θάρρος για ανατροπές.

Γέννησε η Μεταπολίτευση πολλές ελπίδες για μια Δημοκρατία απαλλαγμένη από τα κακά και τις παραμορφώσεις του προδικτατορικού παρελθόντος. Προοδευτικά, οι ελπίδες έσβησαν και φτάσαμε στη σημερινή βαθειά κρίση, που κύριο χαρακτηριστικό της είναι η δυσπιστία των πολιτών και η αποστασιοποίησή τους από τα κόμματα. Γι' αυτήν τη δυσμενή εξέλιξη καταλογίζονται ευθύνες στον Κωνσταντίνο Καραμανλή και στον Ανδρέα Παπανδρέου, κυρίως, επειδή δεν μιμήθηκαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο και δεν δημιούργησαν σχολές στελεχών, ενώ το μπορούσαν και οι μεταπολιτευτικές συνθήκες το ευνοούσαν. Ο μεν Κων. Καραμανλής πίστευε, ότι η δική του παρουσία κάλυπτε τα πάντα, ο δε Ανδρέας Παπανδρέου, περιέργως, είχε ένα πλέγμα ανασφάλειας, γι' αυτό και αναζητούσε συνεργάτες πιστούς, αφοσιωμένους και υποτακτικούς. Και είναι γνωστόν, ότι όποιος σήκωνε κεφάλι τού το έκοβε.

Είτε από πάνω είτε από κάτω, είναι αναγκαίο να γίνει τώρα ένα κίνημα ανατροπής στα δύο κόμματα εξουσίας, να σπάσουν τα όποια στεγανά, να μπει νέο αίμα, να κυκλοφορήσουν ιδέες, να ζυμωθούν προτάσεις, να ξεπεραστούν νοοτροπίες και να σαρωθούν η διαφθορά και όσα προκαλούν τους πολίτες.

Τάραξε τα νερά στη Νέα Δημοκρατία η επιστολή των 16 «γαλάζιων» στελεχών της Λάρισας, που στιγματίζουν πρόσωπα και αλαζονικές συμπεριφορές, ζητώντας ανατροπές και αλλαγές. Ένα μήνυμα αισιοδοξίας με συγκεκριμένες πράξεις προσδοκούν όσοι πιστεύουν, ότι αυτός ο τόπος αξίζει να έχει καλύτερη τύχη.



Τετάρτη 29 Ιουλίου 2009

Οχι συνταγματικά παίγνια




Γιάννης Μαρίνος
Δημοσιογράφος
Άρθρο του στην εφημερίδα "Το Βήμα" - 26/7/2009



Η σύνδεση της επιδίωξης πρόωρων εκλογών με την ευκαιρία της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως έχει εξαγγείλει ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ κ. Γιώργος Παπανδρέου, συνιστά τριπλή παραβίαση του Συντάγματος και σφετερισμό αρμοδιότητας της Βουλής, απεφάνθη ο καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου Γεώργιος Κασιμάτης σε συνέντευξή του στο «Παρόν». Εντονα απορριπτικός υπήρξε και ο επίσης συνταγματολόγος καθηγητής Δημήτριος Τσάτσος, σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή», χαρακτηρίζοντας έναν τέτοιο χειρισμό ως συνταγματικό περίγελο. Οι σκληρές αυτές απορριπτικές θέσεις στις σχετικές προθέσεις του κ. Παπανδρέου έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα, δεδομένου ότι και οι δύο υπήρξαν κορυφαίες προσωπικότητες του ΠαΣοΚ. Ο πρώτος στενός συνεργάτης του Ανδρέα Παπανδρέου και διευθυντής του νομικού γραφείου του. Επίσης, ήταν εκείνος που χειρίστηκε το θέμα της Αναθεώρησης του Συντάγματος το 1986, το οποίο ισχύει και σήμερα. Ο δεύτερος, πέρα από διαπρεπής καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στην Χαϊδελβέργη και στην Ελλάδα, διεκρίθη ως ευρωβουλευτής του ΠαΣοΚ, η δε συνεισφορά του σε θεσμικές πρωτοβουλίες της Ευρωβουλής τον είχαν αναδείξει σε πανευρωπαϊκά εκτιμώμενη προσωπικότητα, διακομματικού κύρους.

Οι τόσο έντονες αρνητικές τοποθετήσεις των δύο ανδρών αναφέρονται στην ιδιότυπη θέση του κ. Γ. Παπανδρέου ότι επιθυμεί μεν την ανανέωση της θητείας του κ. Κάρολου Παπούλια, όμως θα την καταψηφίσει κατά την προεδρική εκλογή του προσεχούς Μαρτίου, ώστε να προκαλέσει έτσι πρόωρες εκλογές και εν συνεχεία να την υπερψηφίσει στη Βουλή που θα προκύψει.

Κρίνω χρήσιμο να αναφερθώ στη σχεδόν προφητική πρωτοβουλία της Επιτροπής Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων (ΕΔΙΜΕΤ) να αποτρέψει τα προαναφερθέντα προτείνοντας προ τριετίας για την τελευταία καταρρεύσασα Αναθεώρηση του Συντάγματος τα εξής: * Την εκλογή του Προέδρου για περίοδο έξι ετών για ενίσχυση του κύρους και την αποσύνδεσή του από μικροκομματικές σκοπιμότητες, όπως η σημερινή.

* Η εκλογή του Προέδρου να γίνεται από τη Βουλή με φανερή, ονομαστική ψηφοφορία, μεταξύ ενενήντα και τριάντα ημερών προτού λήξει η θητεία του εν ενεργεία Προέδρου. Το σκεπτικό είναι ότι σήμερα η εκλογή νέου Προέδρου θεωρητικά επιτρέπεται ακόμη και την επομένη της εκλογής τού εν ενεργεία από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία εκείνης της στιγμής.

* Στην ΕΔΙΜΕΤ προβλέποντας τα σημερινά προτείναμε να προστεθεί και η εξής πρόνοια: Αν δεν επιτευχθεί ούτε στην τρίτη ψηφοφορία η οριζόμενη αυξημένη πλειοψηφία (180 ψήφοι) αντί να προκηρύσσονται πρόωρες εκλογές, η Βουλή, με πρόταση του Πρωθυπουργού ή οποιουδήποτε αρχηγού κόμματος και με απόλυτη πλειοψηφία του αριθμού των μελών της (151 ψήφοι τουλάχιστον), μπορεί να αποφασίσει, σε ψηφοφορία που διεξάγεται αμέσως μετά, την κατά ένα χρόνο παράταση της θητείας τού ήδη κατέχοντος το προεδρικό αξίωμα. Αυτή η παράταση μπορεί να αποφασισθεί άπαξ μόνο. Στο σκεπτικό αυτής της ομόφωνης πρότασής μας, που εισηγήθηκε ο καθηγητής Θανάσης Διαμαντόπουλος, αναφέρονται ενδεικτικά τα εξής: «Η αντιπολίτευση δεν είναι λογικό να προκαλέσει αδυναμία εκλογής Προέδρου και διάλυση της Βουλής (...) Στην υπόθεση επομένωςότι η χρήση του “όπλου” αυτού για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες μπορεί να γίνει γύρω στη μέση ή μετά τη μέση του κοινοβουλευτικού κύκλου (όπως καλή ώρα σήμερα) η δυνατότητα επιμήκυνσης κατά ένα έτος της θητείας του υπηρετούντος Προέδρου μεταφέρει την ενδεχόμενη εκλογική αναμέτρηση πολύ κοντά στην κανονική λήξη της θητείας του Κοινοβουλίου και επομένως, εν πολλοίς, απαλλάσσει τη χώρα από μια αβεβαιότητα του περιβάλλοντος». Δυστυχώς, οι πολύ χρήσιμες για σήμερα προτάσεις αυτές της ΕΔΙΜΕΤ, όπως και πολλές άλλες, αγνοήθηκαν και αποσιωπήθηκαν για λόγους που δεν είναι του παρόντος. Πάντως, οι περισσότερες διασώθηκαν σε βιβλίο που εξέδωσαν τα μέλη της εν λόγω Επιτροπής (Γιάννης Μαρίνος, Θαν. Διαμαντόπουλος, Λάζαρος Εφραίμογλου, Πάνος Καζάκος, Πλάτων Τήνιος) υπό τον τίτλο «Συνταγματική Αναθεώρηση», Εκδόσεις Σιδέρη.



Δευτέρα 27 Ιουλίου 2009

Μια πρόταση : Όχι άλλες προτάσεις !







Korinthius Maximus
Περιοδικό MyPress - Τεύχος 11 - Ιούλιος 2009


Η αρχισυνταξία του περιοδικού MyPress, έχει δώσει στους συντάκτες του περιοδικού μια μοναδική δυνατότητα που σπανίως συναντά κανείς στον έντυπο τουλάχιστον τύπο. Τη δυνατότητα να γράφονται κείμενα που για πολλούς «ειδικούς» του χώρου, δεν είναι «εμπορικά», δεν είναι «πιασάρικα» και σαφώς δεν είναι εύπεπτα για κάποιον που θέλει να διαβάσει ένα περιοδικό στον καμπινέ του, ή στο διάλειμμα της εργασίας του.

Το περιοδικό άλλωστε είναι μηνιαίο και ως τέτοιο φιλοδοξεί να σας κρατήσει το ενδιαφέρον μέχρι το επόμενο τεύχος κάθε μήνα. Δεν είναι έντυπο που θα το διαβάσετε σε ένα τεταρτάκι και μετά θα το πετάξετε στα σκουπίδια και κατά προτίμηση στο μπλε κάδο της ανακύκλωσης. Συνηθίζω να διαβάζω τα κείμενά του τρεις ή περισσότερες φορές κατά τη διάρκεια του μήνα, γιατί θεωρώ ότι μου προσφέρουν τη δυνατότητα να τα μελετήσω, να βγάλω συμπεράσματα πίσω από τις γραμμές, να τα ψαχουλέψω και να ψάξω και δύο-τρείς πληροφορίες παραπάνω σε σχέση με όσα αναφέρουν.

Ήθελα να τα γράψω αυτά, μιας και συμπληρώνω πλέον δέκα ολόκληρα τεύχη αδιάλειπτης παρουσίας στο MyPress και το φέρω βαρέως που δεν πρόλαβα να είμαι «παρών» και στο πρώτο. Αισίως όμως, έχω συμπληρωμένα 10 στα 11 και ήθελα με αυτό τον τρόπο να δώσω μια έμφαση στην προσπάθεια που γίνεται από τους εκδότες – κατά τη γνώμη μου επιτυχημένη – να προσφέρει κάτι πρωτότυπο και ποιοτικό στο αναγνωστικό κοινό της Κορινθίας, προσπάθεια δεν είναι εύκολη ούτε σε ρομαντικό επίπεδο, ούτε σε επίπεδο πρακτικής εφαρμογής αφού ένα περιοδικό για να βγει έχει συγκεκριμένα κόστη, τα οποία αυξάνονται ανάλογα με την ποιότητα της εκτύπωσης. Υπάρχει και μια άλλη λεπτομέρεια που θα σας την πω σε κάποιο άλλο άρθρο, αργότερα, γιατί σκοπεύω να την κάνω θέμα. Είναι ένα απωθημένο που έχω εδώ και χρόνια και κάποια στιγμή πρέπει να το βγάλω ! Πάντως, έχετε διαπιστώσει ότι το περιοδικό έχει πολύ γραφιστική δουλειά, έχει υψηλή εκτυπωτική ποιότητα και είναι γεμάτο χρώμα.

Δηλαδή, όλα όσα είναι τα πιο κοστοβόρα σε μια έντυπη έκδοση.

Επί του τρέχοντος θέματος τώρα.

Δε νομίζω να διαφωνήσει κανείς ότι ζούμε σε μια χώρα, που πέρα από όλα τα πολύ θετικά της στοιχεία, παρουσιάζει και πολλούς παραλογισμούς, ιδιαίτερα σε επίπεδο συνειδητοποίησης του τί σημαίνει διοίκηση, του τί σημαίνει αρχή, φορέας υλοποίησης, παράγοντας εκτελεστικής εξουσίας.

Έχει επέλθει μια – κατά κάποιο τρόπο – περίεργη νοοτροπία προς οτιδήποτε οδεύει προς υλοποίηση ή υλοποιείται, σύμφωνα με την οποία, επειδή πάντα υπάρχει κάτι άλλο που μπορεί να γίνει, δε θα προχωρήσει τελικά ούτε το υπό ή προς υλοποίηση σχέδιο επί παντός επιστητού.
Για να το εξηγήσουμε καλύτερα, μπορούμε να δούμε το παράδειγμα της διαχείρισης των απορριμμάτων. Δεκάδες προτάσεις κατατίθενται, αποφάσεις παίρνονται, έργα ξεκινούν ή ολοκληρώνονται και τελικά τα σκουπίδια συνεχίζουν να αποτελούν πρόβλημα και να στοιβάζονται έξω από τις πόρτες μας. Πολύ συγκεκριμένα προβλήματα που επιζητούν άμεσες και δραστικές λύσεις, μπαίνουν και ξαναμπαίνουν σε μια διαδικασία διαβούλευσης που τελικά και κανένα συμπέρασμα δεν προσφέρει και καμιά λύση δε δίνει.

Είναι σα να έρχεται κάθε χρόνο η περίοδος φορολόγησης εισοδημάτων και να μην πληρώνει κανείς επειδή προσδοκά ότι θα αλλάξει η φορολογική πολιτική ή επειδή έχει ο ίδιος μια διαφορετική άποψη επί των φορολογικών.

Προσέξτε, δεν κατακρίνω τη διαβούλευση, κατακρίνω το να γίνεται η οποιαδήποτε διαβούλευση ο λόγος για να μην προχωρά τίποτα, ή το ιδανικό δεκανίκι και η ιδανική δικαιολογία για να μην αναλαμβάνει η οποιαδήποτε αρχή την ευθύνη της.
Το διαδίκτυο έχει συμβάλει αποφασιστικά στο να μπορεί ο καθένας να καταθέτει τις απόψεις του και τις προτάσεις του για κάθε θέμα. Ο καθένας μπορεί να παίρνει θέση ή να παρουσιάζει εναλλακτικές λύσεις επί ζητημάτων, δε μπορεί όμως κατά την ίδια λογική να λειτουργεί και η οποιαδήποτε διοίκηση, σε οποιοδήποτε επίπεδο.

Κουράστηκε ο κόσμος να ακούει προτάσεις. Κουράστηκε ο κόσμος να παρακολουθεί συζητήσεις επί συζητήσεων, να παρουσιάζονται εκατοντάδες αιτιάσεις για το τί δεν έγινε και να μη μπορεί να βιώσει κάτι που να γίνεται ακόμη και στα πιο μικρά που τον απασχολούν. Βγαίνει λοιπόν ένας διοικητής οργανισμού στην τηλεόραση και εξηγεί τους λόγους για τους οποίους δεν εκτελούνται τα προφανή. Εμφανίζει δέκα λόγους που συνήθως είναι και επίπλαστοι και στο τέλος πετάει και μια βαρύγδουπη πρόταση για το πώς θα επιλυθεί το πρόβλημα, πετώντας το μπαλάκι στην παραπάνω βαθμίδα διοίκησης.

Με τη σειρά της, η παραπάνω βαθμίδα διοίκησης, εμφανίζει κάποιο πλαίσιο 50 αξόνων και 35 προτάσεων για την επίλυση του προβλήματος, το τένις συνεχίζεται και στην κορυφή της πυραμίδας (όποια και αν είναι αυτή) συγκροτείται το σχέδιο που επιστρέφει προς τα κάτω προς υλοποίηση. Στην πορεία εμφανίζονται και πάλι λόγοι αλλαγής του πλάνου, νεότερες απόψεις επί του θέματος, βαρυσήμαντες παρεμβάσεις θεσμικών, επιστημόνων, περιβαλλοντολόγων και δεν ξέρω και εγώ τί άλλο και τελικά φτάνουμε με κάθε θέμα, ακόμη και το πιο απλό, να αναζητούμε την ύπαρξη ή μη συμμετρικού σωματιδίου ως προς το σωματίδιο του Higgs, αναλύοντας τη θεωρία των μποζονίων.

Το όλο σκηνικό συνθετοποιείται καθώς αρχίζουμε στην Ελλάδα να αναπτύσσουμε τις θεωρίες των κινημάτων πολιτών. Είναι ακόμα κάτι στη μεγάλη αλυσίδα όσων καταλάβαμε λάθος. Τα κινήματα πολιτών στην Ευρώπη δημιουργήθηκαν για να προσφέρουν εθελοντικές εργασίες, να συμβάλουν σε μια καλύτερη καθημερινότητα, συμμετέχοντας σε χρήσιμες δραστηριότητες όπως είναι το να μαζέψουμε τα σκουπίδια στις παραλίες, να καθαρίσουμε κάποιον αρχαιολογικό χώρο, να εξελίξουμε και να εφαρμόσουμε γνωστές καλές πρακτικές.

Στην Ελλάδα ξεπεράσαμε αυτό το στάδιο χωρίς να το υλοποιήσουμε και αντιληφθήκαμε τα κινήματα πολιτών ως φορείς εξουσίας, φορείς πολιτικής που διεκδικούν και τη μετεξέλιξή τους σε αμιγώς πολιτικούς σχηματισμούς. Ακόμα και τις εθελοντικές δραστηριότητες, στο τέλος τις εξελίσσουμε σε μη κυβερνητικές οργανώσεις που κρύβουν από πίσω τους φιλοδοξίες, εξυπηρετούν συμφέροντα, διακινούν άγνωστης προέλευσης και προορισμού χρήμα.

Οι όποιες αρχές από την πλευρά τους, συμμετέχοντας στον παραλογισμό, αρχίζουν σταδιακά να μετεξελίσσονται και να παρουσιάζουν προτάσεις, να συντάσσουν ατζέντες προς εξαντλητική συζήτηση και να εμφανίζονται στα ΜΜΕ όχι ως φορείς εκτελεστικής εξουσίας αλλά σαν πολιτιστικοί ή εξωραϊστικοί σύλλογοι.

Ρόλοι και αρμοδιότητες αρχίζουν να ξεθωριάζουν σε ένα περίεργο σκηνικό που αργά αλλά σταθερά αναδεικνύει κάποιες θολές αβεβαιότητες ως σανίδες σωτηρίας που θα έλθουν να σώσουν και να «μαζέψουν» τα πράγματα.

Πολύ φοβούμαι ότι κάποια στιγμή οι Έλληνες, αυτές τις αβεβαιότητες, θα τις υποδεχθούν ζητωκραυγάζοντας και σηκώνοντάς τες στα χέρια …

Στείλτε μου τις σκέψεις σας στο email μου, kormaximus@gmail.com.
Τα λέμε στο επόμενο τεύχος.

Παρασκευή 24 Ιουλίου 2009

Η δύναμη των blogs







Χαράλαμπος Τσέκερης
Αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας στην Αστυνομική
Ακαδημία
και διδάσκων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Άρθρο του στην εφημερίδα "Το Βήμα" - 15/7/2009


Η εκρηκτική λειτουργική σύζευξη (ή «διακλάδωση») μεταξύ πληροφορίας και διαδικτυακής τεχνολογίας ενέχει κρίσιμες διαστάσεις καθημερινής κοινωνικής επανάστασης. Η τεράστια, ανεξάντλητη και αναπόδραστη δύναμη των «weblogs» ή «blogs» (ελληνιστί ιστολόγια) γονάτισε και συνέτριψε τη στατική, ομοιογενοποιητική και μονόδρομη λογική της τηλεόρασης και της τηλεοπτικής ενημέρωσης. Τα blogs δυνητικά αναταράσσουν τα λιμνάζοντα νερά της καθημερινότητας, αναστατώνουν, ετερογενοποιούν και αποσταθεροποιούν την κοινωνία, παράγοντας συνεχώς πολλαπλές «συνεργατικές αλήθειες» και μια «μεταβλητή κοινωνική γεωμετρία». Αλλά δεν υπάρχει τίποτα πιο κοινωνικό από τα ίδια τα blogs!

Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρώπινης επικοινωνίας το «ακροατήριο» (audience) αυτονομείται, απομαζικοποιείται, εξατομικεύεται και κινητοποιείται-ενεργοποιείται, κατά τρόπο διαλογικό-διαδραστικό, γνήσια δημοκρατικό και ουσιαστικά συμμετοχικό. Τώρα πλέον πολλοί επικοινωνούν με πολλούς και όχι ένας με έναν (π.χ. τηλέφωνο), ή ένας με πολλούς (π.χ. ραδιόφωνο, τηλεόραση): «Το Ιnternet δεν είναι μεγάφωνο, είναι συζήτηση» (J.D. Lasica). Το κλασικό δίπολο πομπός- δέκτης καταργείται, εφόσον όλοι μας γινόμαστε πομποί και δέκτες ταυτoχρόνως, συμβάλλοντας συνειδητά ή ασύνειδα στη «διαιώνιση της συζήτησης» (Ηans-Georg Gadamer).

Τα blogs καταδεικνύουν και αποδεικνύουν στην πράξη ότι η κοινωνική δυναμική δεν θα πάψει ποτέ να μας εκπλήσσει, ευχάριστα ή δυσάρεστα ( τουλάχιστον έτσι μπορούμε πάντοτε να αποφεύγουμε τη μονοτονία και... να ελπίζουμε )! Η ηνιόχηση (δηλαδή, ο ολοκληρωτικός έλεγχος από τα πάνω ) της κοινωνικής δυναμικής, υπό τη μορφή λ.χ. μιας ορθολογιστικής «επιστημονικής κοινωνικής πολιτικής», φαντάζει απολύτως ανέφικτη. Η κοινωνική δυναμική ούτε ελέγχεται, ούτε υποτάσσεται, ούτε περιστέλλεται. Το παραδοσιακό «θετικιστικό» όραμα της γραφειοκρατικής «κοινωνικής μηχανικής» (κατά τον Αuguste Comte) είναι πέρα για πέρα άπιαστο, ανεδαφικό και ουτοπικό. Για να ακριβολογούμε, αποτελεί μια γιγαντιαία φενάκη.

Μετά τη ραγδαία ανάπτυξη και διείσδυση του ευρυζωνικού Ιnternet, οι κοινωνικές πραγματικότητες παράγονται διαρκώς με ταχύτατους ρυθμούς. Πιο συγκεκριμένα, με την αθόρυβη έλευση του λεγόμενου «κοινωνικού ιστού» («social web» ή «web 2.0») δημιουργείται ταχύτατα ένα εντελώς ρευστό και αποκεντρωμένο ή ά-κεντρο παγκόσμιο «δυνητικό σύστημα» (ένα αχανές και αδόμητο σύστημα αυτο-οργανούμενων, αυτο-ρυθμιζόμενων και αυτο-εξελισσόμενων δυνητικών κοινοτήτων), το οποίο ορθώνεται καθημερινά ενάντια στο αυταρχικό, μονολογικό, αυστηρά κεντροποιημένο σύστημα της τηλεόρασης και τα απρόσωπα «μαζικά» ακροατήριά της.

Θεωρητικά, μια επικοινωνιακή συνθήκη σύμφωνα με την οποία απλώς όλοι μιλούν με όλους συνεπάγεται την απόλυτη σταθερότητα του συστήματος και την προβλέψιμη περιοδική αναπαραγωγή της κοινωνικής τάξης (μια κατάσταση δηλαδή μονότονης, ανιαρής και βαρετής κοινωνικής ισορροπίας ). Στην πραγματικότητα όμως, εντός του κυβερνοχώρου πολλοί μιλούν με πολλούς (πέρα από προκαθορισμένα δίπολα), δημιουργώντας ακατάπαυστα τοπικότητες και, άρα, εγγενώς πολύπλοκες συνθήκες ριζικού μετασχηματισμού της κοινωνικής δομής (online και offline).

Φυσικά, μιλάμε εδώ για νέες εναλλακτικές δυνατότητες κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής, οι οποίες, ως εκ της φύσεώς τους, είναι μη γραμμικές και μη προβλέψιμες. Το σίγουρο είναι ότι το ταξίδι στην αχανή «χώρα του blogistan» θα συνεχίσει να μας γοητεύει, να μας συναρπάζει και να μας επιφυλάσσει σημαντικές εκπλήξεις, καινοτομίες και ανατροπές ( for better or for worse... )!

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2009

Ελληνικές «Καμπούλ»







Δημήτρης Καστριώτης
Αρθρογράφος
Άρθρο του στην εφημερίδα "Το Βήμα" - 15/7/2009


Όταν μετά τις ευρωεκλογές η άνοδος του ΛΑΟΣ ωθούσε τα κόμματα εξουσίαςκαι δη την κυβέρνηση- να «ανακαλύψουν» την ανάγκη μέτρων για την παράνομη μετανάστευση, είχε σημειωθεί (και από τη στήλη) ότι, ανεξάρτητα από το πόσο επικίνδυνη θεωρεί κανείς την πολιτική ρητορική του κ. Γ. Καρατζαφέρη, το ζήτημα είναι υπαρκτό και οξύ. Η πολυετής χαλαρότητα και ανοχή δεν εξέθρεψαν μόνο την παρανομία στον χώρο των μεταναστών. Επέτειναν και την εξαθλίωση των τελευταίων, καθιστώντας τους ομήρους κυκλωμάτων για την προώθηση σε άλλες χώρες και έρμαιους εκμετάλλευσης στην αγορά εργασίας.

Η «Καμπούλ» της Πάτρας, ο καταυλισμός που μετά από πολυετή ανοχή αποξηλώθηκε εν μέσω αντεγκλήσεων και φωτιάς, είναι δείγμα του πώς εξελίσσονται τα πράγματα, όποτε δεν υπάρχει το θάρρος να επιβληθεί θεσμοθετημένη ευταξία- με την αναπόφευκτη βία που συνοδεύει κάθε τέτοια επιβολή. Ο καταυλισμός είχε καταστεί «πρότυπο» αθλιότητας για εκείνους που διαβιούσαν εκεί, αλλά και όζουσα πηγή προβλημάτων για τους περιοίκους. Για ένα συγκροτημένο κράτος όφειλε απαρχής να θεωρείται απαράδεκτος και εκριζωτέος. Ακριβώς όπως θα έπρεπε να θεωρείται το παλιό «Αμπασαντέρ», το μέχρι προ ετών Εφετείο- μια εστία αθλιότητας, μόλυνσης και παρανομίας στο κέντρο της Αθήνας.

Η λύπη για τους φτωχοδιάβολους είναι απόλυτα κατανοητή, όπως ερμηνεύσιμη είναι η επιφύλαξη των δημοκρατικών πολιτικών παρατάξεων μήπως στιγματισθούν ως ρατσιστικές, αν ζητήσουν έλεγχο της μετανάστευσης. Το πρόβλημα είναι ότι η αδράνεια, είτε οφείλεται σε οίκτο είτε σε ιδεολογική ευαισθησία (γνήσια ή πεποιημένη), δεν πετυχαίνει παρά να επιτείνει το πρόβλημα. Δυστυχώς η Ελλάδα δεν έχει ανακαλύψει- μόνη αυτή κατά διεθνή προνομίατην ευρεσιτεχνία αποδοχής απεριόριστου αριθμού αλλοδαπών χωρίς πρόβλημα για τη λειτουργία του κράτους. Η χαλαρότητα συνοδεύτηκε από εξαθλίωση μεγάλου ποσοστού των μεταναστών, αύξηση της εγκληματικότητας, πίεση στη λειτουργία του κοινωνικού κράτους- με ενδεικτικό παράδειγμα τα δημόσια νοσοκομεία. Oυδείς ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει ζήτημα φυλετικών εντάσεων. Η αθρόα μετανάστευση, ακόμη και ελεγχόμενη, δοκιμάζει τα ήθη του τοπικού πληθυσμού, θίγει προκαταλήψεις, σε πολλούς πυροδοτεί και ευτελή εμπάθεια εναντίον των «ξένων που προκόβουν»- με ανάλογη λήθη του πόσο σκληρή δουλειά κρύβεται πίσω από αυτήν την προκοπή. Κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει ότι θα αποδειχθούμε τελικώς φιλικότεροι οικοδεσπότες από τους Γερμανούς ή τους Αμερικανούς. Ακόμη, όμως, δεν έχουμε φτάσει εκεί. Δεν έχουμε καν λύσει το ζήτημα του «κλειστού αριθμού», της ανάγκης οιασδήποτε χώρας να ελέγχει πόσοι ζουν σε αυτήν και πώς τους τρέφει, τους στεγάζει και τους περιθάλπει.

Η Ελλάδα δεν χωράει όλους τους Αφρικανούς που θέλουν να έρθουν εδώ. Και δυστυχώς ο έλεγχος του πλήθους τους δεν μπορεί να διασφαλιστεί μόνο με συναίνεση- προϋποθέτει και φύλαξη συνόρων και αστυνομικό έλεγχο όσων λανθάνουν εισερχόμενοι...

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2009

Η Ευρώπη θα πρέπει να ελπίζει στην αποτυχία Ομπάμα





Jeff Durstewitz
Συγγραφέας
Άρθρο του στην
WALL STREET JOURNAL EUROPE
και την εφημερίδα "Ναυτεμπορική" - 13/7/2009


Είναι προφανές πια ότι ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα θέλει να μετατρέψει τις ΗΠΑ σε κάτι που να μοιάζει πιο πολύ με τη Γερμανία ή το Βέλγιο, μια «σοσιαλδημοκρατία» όπου η ανακατανομή πλούτου αποτελεί κύριο μέλημα της κυβέρνησης.

Από την πλευρά της η Ευρώπη ανταπέδωσε την προφανή αγάπη του προέδρου μας για το σύστημά της, αντιμετωπίζοντάς τον σαν ένα μεσσία. Όμως αυτή η κοινή αγάπη είναι αυτοκαταστροφική. Κι αυτό γιατί ο κ. Ομπάμα θα καταδικάσει το μικρής ανάπτυξης και χαλαρής άμυνας ευρωπαϊκό μοντέλο, στην προσπάθειά του να το προσαρμόσει στα αμερικανικά δεδομένα.

Από τα τέλη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, πριν από σχεδόν 65 χρόνια δηλαδή, η Ευρώπη έβρισκε καταφύγιο στην οικονομία των ΗΠΑ και στην αμυντική της ομπρέλα.

Παρέχοντας στα ευρωπαϊκά προϊόντα μια τεράστια αγορά, ταυτόχρονα απαλλάξαμε σημαντικά τις ευρωπαϊκές δυνάμεις από το βάρος της αυτοάμυνάς τους. Είναι αλήθεια ότι η Γαλλία έχει ένα αεροπλανοφόρο και μια αξιόλογη πυρηνική δύναμη, όμως δεν είναι ικανή πια να αποτελέσει υπολογίσιμη διεθνή δύναμη. Η Γερμανία, η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, έχει έναν υποτυπώδη στόλο και μια μετριοπαθή πολεμική αεροπορία. Ακόμα και το Βασιλικό Ναυτικό αποτελεί πλέον σκιά του εαυτού του. «Οι ΗΠΑ αύξησαν πέρυσι τις αμυντικές τους δαπάνες κατά 44% περισσότερο από ό,τι όλα τα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ μαζί», έγραψε πρόσφατα στο Aviation Week ο Ρόμπερτ Γουόλ.

Αναλαμβάνοντας, λοιπόν, την άμυνα της Ευρώπης, οι ΗΠΑ της επέτρεψαν να έχει την πολυτέλεια ενός πανάκριβου και μη βιώσιμου συστήματος κοινωνικής πρόνοιας. Η ειρωνεία είναι ότι αν η αμερικανική οικονομία εξασθενήσει εξαιτίας των αυξημένων διαρθρωτικών κανόνων, τους υψηλότερους φόρους και το χρέος, που απαιτούνται για να στηρίξουν την ακριβή κοινωνική ατζέντα της κυβέρνησης, αυτό τελικά θα βλάψει την Ευρώπη.

Η αγορά που απορροφά τις εξαγωγές της Ευρώπης θα συρρικνωθεί και οι ΗΠΑ δεν θα μπορούν να υπερασπιστούν την Ευρώπη το ίδιο αποτελεσματικά. Επίσης η Ευρώπη θα αντιμετωπίσει έναν δημογραφικό κατακλυσμό στο μέλλον, εξαιτίας των περιορισμένων γεννήσεων. Τέλος, δεν θα μπορέσει να διατηρήσει το υπάρχον σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, το ίδιο δηλαδή σύστημα που η αμερικανική Αριστερά λατρεύει.



Παρασκευή 17 Ιουλίου 2009

Τα ριάλιτι της ιστορίας





Χριστίνα Κουλούρη
Καθηγήτρια Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Άρθρο της στην εφημερίδα "Το Βήμα" - 12/7/2009


Ζούμε σε μια εποχή, όπου όλο και περισσότερο ο τρόπος σκέψης μας προσδιορίζεται από την τηλεοπτική πραγματικότητα. Η συσκευή της τηλεόρασης δεν είναι απλώς ένα μέσο ψυχαγωγίας. Είναι ένα μέσο διαπαιδαγώγησης, διαμόρφωσης αισθητικών επιλογών και γλωσσικών κωδίκων και ταυτόχρονα το μέτρο της κουλτούρας μιας κοινωνίας. Η καθημερινότητα, σε παγκόσμιο επίπεδο, έχει σημείο αναφοράς την τηλεόραση, ενώ, αφετέρου, η τηλεοπτική αναμετάδοση διευκολύνει την κυκλοφορία ειδήσεων, ιδεών και προτύπων ψυχαγωγίας και συμπεριφορών σε ολόκληρο τον πλανήτη. Η επιστημονική γνώση εξάλλου έχει επωφελώς εκλαϊκευτεί μέσω της τηλεόρασης. Εν τούτοις, διαπιστώνουμε ότι συχνά η επιστημονική εκλαΐκευση ακολουθεί τους τηλεοπτικούς κανόνες και ο επιστημονικός στοχασμός υποτάσσεται στα κελεύσματα αυτού που θα έπρεπε να χρησιμοποιεί ως απλό μέσο. Με άλλα λόγια, η τηλεόραση δεν περιορίζεται στον ρόλο του μέσου μετάδοσης της επιστημονικής γνώσης αλλά επιδρά καθοριστικά στη «γλώσσα» που εν τέλει χρησιμοποιεί η επιστήμη. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται και στον τρόπο με τον οποίο γίνεται η διαχείριση της ιστορικής γνώσης, ιδιαίτερα σε περιόδους όπου μια κοινωνία αναζητά καταφύγιο στο παρελθόν και η ιστορία μοιάζει να αποτελεί επικερδές εμπορεύσιμο είδος.

Η ιστορία έχει εισαχθεί από παλιά στην τηλεόραση μέσα από τα παιχνίδια γνώσεων, τα ιστορικά ντοκυμαντέρ και τις σειρές ιστορικής μυθοπλασίας. Πρόσφατα, ωστόσο, εμφανίστηκε ένας πρωτότυπος τρόπος εκλαΐκευσης της ιστορίας: οι ψηφοφορίες για τη «σημαντικότερη» χρονολογία ή για τη «σημαντικότερη» ιστορική προσωπικότητα είτε σε εθνικό είτε σε παγκόσμιο επίπεδο. Ολοκληρώθηκε πρόσφατα στη χώρα μας μια ψηφοφορία για τον «μεγαλύτερο Ελληνα» όλων των εποχών που διεξήγαγε τηλεοπτικός σταθμός, ενώ είναι σε εξέλιξη μια ανάλογη ψηφοφορία στην Αγγλία για τη σημαντικότερη χρονιά της παγκόσμιας ιστορίας, με πρωτοβουλία του περιοδικού «Ιntelligent Life» του «Εconomist». Δεν έχει, νομίζω, νόημα να απαξιώσουμε ή να υπερασπιστούμε αυτές τις πρωτοβουλίες, αλλά να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τους μηχανισμούς και τα σημαινόμενα της επιλογής των εκάστοτε «σημαντικότερων».

Η πρώτη παρατήρηση που μπορούμε να κάνουμε αφορά στην ίδια την έννοια του «σημαντικότερου». Είναι προφανές ότι δεν είναι δυνατόν να αποφασίσει κάποιος για το περισσότερο ή λιγότερο σημαντικό χωρίς τον προσδιορισμό των κριτηρίων της βαθμολογίας. Πώς συγκρίνονται και αντίστοιχα βαθμολογούνται δύο προσωπικότητες που ανήκουν σε τελείως διαφορετικές εποχές και ιστορικές συνθήκες και που χαρακτηρίζονται ως «σημαντικές» για τελείως διαφορετική δραστηριότητα (π.χ. ένας επιστήμονας και ένας πολιτικός); Πώς συγκρίνεται η εφεύρεση της τυπογραφίας (1439) με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204) ώστε να ψηφίσει κάποιος υπέρ της μιας ή της άλλης χρονολογίας; Πώς συγκροτείται ο κατάλογος των «σημαντικών» για να φτάσουμε στο «σημαντικότερο»; Στην πραγματικότητα, πρόκειται για έναν αγώνα, που παραπέμπει στις σύγχρονες αξίες του πρωταθλητισμού και των ρεκόρ. Με μόνη διαφορά ότι οι «μεγάλοι άνδρες» δεν ντοπάρονται για να νικήσουν. Ανταγωνίζονται μεταξύ τους- οιονεί ζώντες- για την πρώτη θέση, με τους όρους των σύγχρονων διαγωνισμών (φαινόμενο του 20ού αιώνα), είτε πρόκειται για αθλητικούς αγώνες είτε για καλλιστεία είτε για διαγωνισμούς γνώσεων. Με παρόμοιους όρους γίνεται και το «πρωτάθλημα» των χρονολογιών για το σημαντικότερο έτος στην ιστορία της ανθρωπότητας ή το «πρωτάθλημα των μεγάλων ανδρών» της ιστορίας. Η επιλογή, ωστόσο, δεν γίνεται μέσω ιστορικής μελέτης και απαρίθμησης επιστημονικών επιχειρημάτων. Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι είναι δυνατή μια παρόμοια ιεράρχηση ιστορικών προσώπων, γεγονότων και χρονολογιών, δεν είναι μια ομάδα ειδικών που καλούνται να κάνουν τις προτάσεις τους. Είναι ολόκληρη η κοινωνία που δυνητικά καλείται να αποφασίσει και να διαλέξει.

Με αυτούς τους όρους, δεν μετράει το αποτέλεσμα- ένα αποτέλεσμα που δεν προβάλλεται άλλωστε ως επιστημονικά έγκυρο- αλλά το παιχνίδι. Και μάλιστα ένα παιχνίδι που μοιάζει πολύ με τηλεοπτικό ριάλιτι. Φαίνεται πράγματι ότι το ριάλιτι είναι, συνειδητά ή μη, το οργανωτικό πρότυπο γι΄ αυτούς τους διαγωνισμούς. Ας φανταστούμε τον Καποδίστρια, τον Μέγα Αλέξανδρο, τον Βενιζέλο, τον Περικλή και τον Καραμανλή κλεισμένους σε ένα στούντιο ριάλιτι να προσπαθούν να πείσουν το κοινό ποιος αξίζει να ψηφιστεί για «μεγαλύτερος Ελληνας». Ή τις διάφορες χρονολογίες σε παρόμοιο ρόλο, να απευθύνονται στους τηλεθεατές για να πείσουν ποια είναι η καλύτερη.

Το γεγονός ότι η επιλογή γίνεται μέσω ψηφοφορίας παραπέμπει επίσης στο οργανωτικό πρότυπο του ριάλιτι. Αλλά όχι μόνο. Σήμερα η ψηφοφορία είναι πολύ της μόδας. Ολες οι ιστοσελίδες είναι γεμάτες με διαφόρων ειδών ψηφοφορίες, όπου οι χρήστες του Διαδικτύου καλούνται να πουν τη γνώμη τους για κάθε είδους θέματα. Εφημερίδες και τηλεοπτικοί σταθμοί κατακλύζονται από δημοσκοπήσεις ως ειδησεογραφικό υλικό, ενώ εταιρείες που παράγουν καταναλωτικά προϊόντα κάνουν έρευνες γνώμης για την υποδοχή των προϊόντων τους. Οι επιθυμίες και οι απόψεις των ανθρώπων εκφράζονται με ποσοστά. Αν κάποτε οι πολίτες ψήφιζαν για να εκλέξουν τους αντιπροσώπους τους, σήμερα ψηφίζουν για τα πάντα και κυρίως πλέον για εκείνα που δεν έχουν καμία πολιτική σημασία.

Η ψηφοφορία δεν διεκδικεί βεβαίως την «αντικειμενικότητα». Αντιθέτως, εκφράζει τη συλλογική υποκειμενικότητα. Με αυτή την έννοια, το ιστορικό γεγονός που ψηφίζεται ως σημαντικότερο δεν χρειάζεται να είναι το σημαντικότερο. Ούτε η «σημαντικότερη» ιστορική προσωπικότητα αναγνωρίζεται ως αδιαμφισβήτητα η σημαντικότερη. Τα ριάλιτι της ιστορίας μπορούν να επαναλαμβάνονται με νέους πρωταγωνιστές και διαφορετικά αποτελέσματα συνεχώς, χωρίς να ακυρώνονται, γιατί αποτυπώνουν θυμικές και συγκυριακές αντιδράσεις, ερήμην της Κλειώς.



Τετάρτη 15 Ιουλίου 2009

Γιατί έγινε στην Αγγλία η Βιομηχανική Επανάσταση





Τάκης Μίχας

Αρθρογράφος
Άρθρο του στην εφημερίδα "Ελευθεροτυπία" - 13/7/2009


Ένα από τα πιο σημαντικά ερωτήματα που απασχολούν τη σύγχρονη ιστοριογραφία αφορά τη γένεση της Βιομηχανικής Επανάστασης που συνέβη στη Βρετανία τον 18ο-19ο αιώνα. Πρόκειται ίσως για το πιο σημαντικό γεγονός της οικονομικής ανάπτυξης των τελευταίων 500 ετών.

Το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί αυτό το γεγονός συνέβη στη Βρετανία και όχι σε άλλες χώρες που ήταν και αυτές σε ανάλογο -αν όχι υψηλότερο- επίπεδο οικονομικής, τεχνολογικής και πολιτισμικής ανάπτυξης, όπως π.χ. η Γαλλία, η Γερμανία και η Κίνα;

Στο ερώτημα αυτό έχουν κατά καιρούς προταθεί διάφορες -όχι εντελώς ικανοποιητικές- απαντήσεις που επικεντρώνονται σε πολιτισμικούς, θρησκευτικούς ή θεσμικούς παράγοντες. Όμως σε ένα πρόσφατο βιβλίο του ο Αμερικανός καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Robert Allen προτείνει μία νέα ενδιαφέρουσα εξήγηση, ενώ παράλληλα βρίσκει και την ευκαιρία να διαλύσει ορισμένους μύθους σχετικά με τον ρόλο που παίζει το «στιβαρό χέρι του κράτους» στην οικονομική ανάπτυξη ή τη σημασία της ύπαρξης ενός άρτιου επιστημονικού προσωπικού («The British Industrial Revolution in Global Perspective»).

Η εξήγηση του Allen είναι ότι η Βιομηχανική Επανάσταση έγινε στην Αγγλία για καθαρά οικονομικούς λόγους. Ήταν κερδοφόρα. Με άλλα λόγια η Βιομηχανική Επανάσταση έγινε στη Βρετανία και όχι π.χ. στη Γερμανία, διότι στην πρώτη συνέφερε ενώ στη δεύτερη όχι.

Η οικονομία της Βρετανίας εκείνη την περίοδο είχε δύο κυρίως χαρακτηριστικά:

Το πρώτο ήταν η σχετικά ακριβή εργασία, που ήταν το αποτέλεσμα της ανάπτυξης του εμπορίου της χώρας με την αμερικανική ήπειρο και την Ασία. Η παραγωγή προϊόντων προς εξαγωγή απαιτούσε εργατικά χέρια, γεγονός που οδηγούσε σε αύξηση της τιμής της εργασίας. Ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο» όταν ανέλυε την έννοια της εκμετάλλευσης υποστήριζε ότι ο μισθός του εργάτη ισοδυναμεί με το καλάθι των προϊόντων που διασφαλίζει την αναπαραγωγή του. Αυτό πράγματι τον 18ο αιώνα ίσχυε για τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, όπου οι αμοιβές των εργαζομένων δεν υπερέβαιναν το επίπεδο που απλώς διασφάλιζε την αναπαραγωγή τους. Ομως στη Βρετανία οι μισθοί ήταν υψηλότεροι. Αυτό τους επέτρεπε να περιλαμβάνουν στη διατροφή τους κρέας, μπίρα, ψωμί καθώς και τσάι και ζάχαρη ενώ οι εργαζόμενοι στην Ευρώπη έπρεπε να αρκεστούν σε μια διατροφή από βραστά δημητριακά μαζί με μερικές φακές και μπιζέλια.

Το δεύτερο σημαντικό χαρακτηριστικό της βρετανικής οικονομίας ήταν η φτηνή ενέργεια. Ο άνθρακας ήταν άφθονος και αρκετά φτηνότερος απ' ό,τι στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.


Εργασία και ενέργεια


Ο συνδυασμός αυτών των δύο παραγόντων -δηλαδή ακριβή εργασία και φτηνή ενέργεια- δημιούργησε τη ζήτηση για τις τεχνολογικές καινοτομίες που θα σημάδευαν τη Βιομηχανική Επανάσταση και θα οδηγούσαν στην έκρηξη της παραγωγικότητας. Η ατμομηχανή, η μηχανοποιημένη υφαντουργία και οι φούρνοι στους οποίους κατασκευαζόταν ο χυτοσίδηρος αντιπροσώπευαν τεχνολογίες αφενός εξοικονόμησης ανθρώπινης εργασίας και αφετέρου έντασης ενέργειας. «Οι υψηλοί μισθοί και η φτηνή ενέργεια», γράφει ο Αμερικανός καθηγητής, «δημιούργησαν τη ζήτηση για μια τεχνολογία που υποκαθιστούσε την εργασία με κεφάλαιο και ενέργεια».

Θα πρέπει να τονισθεί εδώ ότι ούτε η παρουσία της τεχνολογίας ούτε η αφθονία επιστημόνων ούτε οι υψηλές επενδύσεις σε έρευνα και τεχνολογία ούτε καν η ύπαρξη ενός «πεφωτισμένου» κράτους θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια ανάλογη εξέλιξη -στο βαθμό που απουσίαζε ο πιο σημαντικός παράγοντας, δηλαδή η κερδοφορία των καινοτομιών. Αυτό έγινε πασιφανές όταν το γαλλικό κράτος προσπάθησε να μεταφυτεύσει τη βρετανική τεχνολογία στο έδαφός του τον 18ο αιώνα. Παρά την ύπαρξη πολλών και καλών ντόπιων επιστημόνων και παρά τις κρατικές επιδοτήσεις, οι προσπάθειες απέτυχαν διότι αυτή η τεχνολογία δεν ήταν συμφέρουσα στο πλαίσιο των τιμών που επικρατούσαν στη Γαλλία. Ο άνθρακας κυρίως ήταν πολύ ακριβότερος στη Γαλλία απ' ό,τι στη Βρετανία, με συνέπεια οι τεχνολογίες έντασης ενέργειας να μην είναι συμφέρουσες.


Οι τεχνολογίες


«Στο βαθμό που οι τεχνολογίες της Βιομηχανικής Επανάστασης ήταν συμφέρουσες μόνο στη Βρετανία», γράφει ο Allen, «αυτή ήταν και η μοναδική χώρα που αποκόμιζε οφέλη από την εφεύρεσή τους. Η Βιομηχανική Επανάσταση περιορίστηκε για πολλά χρόνια στη Βρετανία διότι οι τεχνολογικές καινοτομίες ήταν προσαρμοσμένες στις βρετανικές συνθήκες και δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν επικερδώς αλλού».

Όμως όταν αργότερα, κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, αυτές οι τεχνολογικές καινοτομίες προσαρμόστηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν επικερδώς και από χώρες με υψηλή τιμή ενέργειας, όπως η Γαλλία, ή με φτηνά εργατικά χέρια, όπως η Ινδία, η Βιομηχανική Επανάσταση πήρε πια παγκόσμιες διαστάσεις και η Βρετανία έχασε την πρωτοκαθεδρία της




Δευτέρα 13 Ιουλίου 2009

Ενας μύθος αναστήθηκε






Γιώτα Συκκά
Αρθρογράφος
Άρθρο της στην εφημερίδα "Καθημερινή" - 11/7/2009


Δημιουργούμε είδωλα, αλλά δεν ανεχόμαστε να ξεφεύγουν από το ύψος που τα τοποθετήσαμε. Ύστερα αρχίζει η αμετροέπεια και ο φθόνος. Όταν, μάλιστα, μας προσφέρουν οι ίδιοι τις αφορμές, ακόμη καλύτερα. Κι όταν πάλι υφίστανται μια κοινή μοίρα, όπως ο θάνατος, τότε τους υποδεχόμαστε. Ο βασιλιάς επιστρέφει στον θρόνο.

Η ιστορία του Μάικλ Τζάκσον είναι χαρακτηριστική της μαζικής ψυχολογίας που επικρατεί στις σύγχρονες κοινωνίες.

Τον περιγελούσαμε την τελευταία δεκαετία κι όταν ετοιμαζόταν να ξαναρχίσει σαν ένα ξοφλημένο είδωλο, το χλευάσαμε.

Με τον θάνατο όλα αντιστράφηκαν. Θυμηθήκαμε πως αθωώθηκε από τις κατηγορίες της παιδοφιλίας, δεχτήκαμε ότι ιδιοτροπίες του μπορεί να ’ναι σεβαστές σε έναν άνθρωπο που υφίσταται από πέντε χρονών τη διαστροφή τού να μεγαλώνει μπροστά στους προβολείς.

Δύο δισεκατομμύρια υπολογίζονται οι θεατές που παρακολούθησαν την τελετή της κηδείας. Όμως, όλα έχουν μια εξήγηση. Ο Μάικλ Τζάκσον μεγάλωσε μαζί μας. Δεν ήταν σταρ της λογοτεχνίας. Αλλά σταρ του σύγχρονου τραγουδιού, που είναι η πιο λαϊκή τέχνη. Αυτή που κουβαλάς μαζί σου όταν ερωτεύεσαι, όταν ξενυχτάς, όταν πονάς. Το είδος του τραγουδιού που υπηρέτησε ήταν ακριβώς αυτό. Ποπ. Ενας ανάλαφρος τρόπος να συγκινείς τους πολλούς. Στην πραγματικότητα, ένα μέρος της μεγάλης συγκίνησης μπορεί να κρύβει μια μαζική ενοχή. Να αντιληφθήκαμε ότι η ανάγκη να γίνει ένα λευκό παιδί, ίσως δεν ήταν τόσο γελοία. Ηταν, όμως, τόσο απελπισμένη που τον οδήγησε στον θάνατο.

Η βαθιά ταύτιση της αμερικανικής κοινωνίας με το θέαμα έκανε την κηδεία τη μεγαλύτερη υπερπαραγωγή της ζωής του. Είχε συγκίνηση, γκλάμουρ, αυθορμητισμό, σκηνοθεσία, γκροτέσκο. Η κορύφωση του αμερικανικού entertainment.

Μην έχουμε αυταπάτες. Αν δεν ήταν Αμερικανός, όλο αυτό που παρακολουθήσαμε δεν θα είχε το ίδιο μέγεθος. Ούτε ο μύθος θα ’ταν τόσο μεγάλος. Και η Ουμ Καλσούμ όταν πέθανε, οι Άραβες πενθούσαν σαν να είχαν χάσει μια μητέρα-θεά. Αλλά κανείς δεν έχει την ψευδαίσθηση πως αν αυτό συνέβαινε σήμερα, θα ξέφευγε από τα σύνορα του «Αλ Τζαζίρα».





Παρασκευή 10 Ιουλίου 2009

Η διακριτική γοητεία του Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ





Τάκης Μίχας
Αρθρογράφος
Άρθρο του στην εφημερίδα "Ελευθεροτυπία" - 6/7/2009


Στα περισσότερα δυτικά ΜΜΕ οι πρόσφατες εξελίξεις στο Ιράν παρουσιάστηκαν μέσα από το πρίσμα της αντιπαράθεσης των δυνάμεων της προόδου και του φιλελεύθερου δημοκρατικού εκσυγχρονισμού από τη μια πλευρά και των δυνάμεων της σκοταδιστικής θρησκευτικής αντίδρασης από την άλλη. Σύμφωνα πάντα με αυτή την εικόνα, οι δυνάμεις της αντίδρασης χρησιμοποιώντας «βία και νοθεία» κατάφεραν να στερήσουν από τις προοδευτικές δυνάμεις την εκλογική νίκη, την οποία αδιαμφισβήτητα είχαν επιτύχει.

Η εικόνα αυτή δεν ήταν, φυσικά, τελείως λανθασμένη. Πράγματι, πολλοί διαδηλωτές έθεταν αιτήματα δημοκρατικού εκσυγχρονισμού και πράγματι υπήρξε νοθεία του εκλογικού αποτελέσματος - αν και η έκταση της νοθείας είναι κάτι το αμφισβητούμενο.

Ομως, όπως επισημαίνει το γνωστό ινστιτούτο πολιτικής ανάλυσης STRATFOR, το πρόβλημα με την κυρίαρχη αυτή στα δυτικά ΜΜΕ εικόνα ήταν ότι υποβάθμιζε ή απέκρυπτε άλλες πτυχές της ιστορίας, που τελικά αποδείχτηκαν πιο σημαντικές. Κυρίως απέτυχε να αναδείξει τη δημοτικότητα του Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ, που σε τελική ανάλυση υπήρξε -μαζί με τα καταπιεστικά μέτρα και την κρατική τρομοκρατία- ένας από τους κυριότερους λόγους για τους οποίους η εξέγερση δεν μπόρεσε να εξαπλωθεί ούτε σε άλλες πόλεις ούτε σε άλλες κοινωνικές ομάδες.

Στα μάτια των περισσότερων δυτικών φιλελεύθερων σχολιαστών ο πρόεδρος του Ιράν είναι ένας άξεστος λαϊκιστής με σκανδαλώδεις απόψεις (π.χ. για το Ολοκαύτωμα) και επικίνδυνες πολιτικές (π.χ. προσπάθεια απόκτησης πυρηνικών όπλων). Ομως για ένα μεγάλο τμήμα του ιρανικού λαού ο Αχμαντινετζάντ αντιπροσωπεύει πάνω απ' όλα την πάλη εναντίον της διαφθοράς και γι' αυτό είναι έτοιμοι να του συγχωρήσουν πολλά λάθη - ιδιαίτερα στον τομέα της οικονομικής πολιτικής.

Αυτό που δεν έχει ίσως γίνει ευρύτερα κατανοητό είναι ότι, σύμφωνα με το STRATFOR, ο Αχμαντινετζάντ στις τελευταίες εκλογές ήταν ο εκφραστής της εξέγερσης εναντίον του κατεστημένου των μουλάδων και της απίστευτης διαφθοράς που το χαρακτηρίζει.

Η δημοτικότητά του οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι εμφανίζεται ως πολέμιος των μουλάδων που χρησιμοποιούν την επιρροή και τις θέσεις τους για να συσσωρεύουν προνόμια και χρήματα και να ζουν μια ζωή βυθισμένη στη χλιδή και την πολυτέλεια.

Από την πλευρά τους, πάλι, πολλοί από τους θρησκευτικούς ηγέτες του Ιράν θεωρούν τον σημερινό πρόεδρο μεγάλη απειλή και κίνδυνο για τα οικονομικά τους συμφέροντα. Απ' αυτή τη σκοπιά η παρουσία πολλών μουλάδων στις διαδηλώσεις δεν αντιπροσώπευε τόσο μια «εκσυγχρονιστική» τάση μεταξύ των κληρικών όσο την αντίθεσή τους στην επικράτηση κάποιου που έθετε σε κίνδυνο τα οικονομικά τους συμφέροντα.

Σε αυτό ακριβώς το σημείο βρίσκονται και τα αίτια της σύγκρουσης του Αχμαντινετζάντ με τον Αλί Αχμπάρ Χασεμί Ραφσαντζανί - η κόρη του οποίου και πολλά μέλη της οικογένειάς του συμμετείχαν στις διαδηλώσεις. Ο Ραφσαντζανί είναι, σύμφωνα με το περιοδικό «Forbes», ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο. Για τον Αχμαντινετζάντ ο Ραφσαντζανί είναι ο κύριος εκπρόσωπος της διαφθοράς και της υπονόμευσης των αξιών της ισλαμικής επανάστασης. Από την πλευρά του, πάλι, ο Ραφσαντζανί θεωρεί τον Αχμαντινετζάντ έναν επικίνδυνο παρανοϊκό, που μπορεί να τινάξει στον αέρα την οικονομία της χώρας - μια εξέλιξη που οπωσδήποτε θα έπληττε και τον ίδιο τον Ραφσαντζανί στον βαθμό που ελέγχει ένα μεγάλο τμήμα της οικονομίας θέτοντας σε άμεσο κίνδυνο τα οικονομικά του συμφέροντα.

Η πραγματική, λοιπόν, σύγκρουση στο Ιράν δεν αφορά τη φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος. Αφορά κυρίως τον ρόλο των κληρικών - ιδιαίτερα της παλιάς φρουράς που πρωτοστάτησε στην ανατροπή του σάχη, αλλά σήμερα έχει παραδοθεί στη διαφθορά και στον χλιδάτο τρόπο ζωής. Το ερώτημα που σε μεγάλο βαθμό καλούσαν να απαντήσουν οι εκλογές ήταν αν θα παρέμεναν στην εξουσία διατηρώντας τα πλούτη και τα προνόμιά τους ή αν, αντιθέτως, θα αντικαθιστούνταν με νεότερους κληρικούς και στελέχη των σωμάτων ασφαλείας που ακολουθούν τον ίδιο ασκητικό τρόπο ζωής με αυτόν του Αχμαντινετζάντ. Αυτή η σύγκρουση, που δεν παίρνει τη μορφή διαδηλώσεων και δημοσιεύσεων στο Twitter, δεν έχει ακόμα τελειώσει και θα συνεχίσει για πολύ καιρό ακόμα να αποτελεί μια πηγή αστάθειας για το καθεστώς του Ιράν. Στο μεταξύ, θα εντείνεται παράλληλα και η καταπίεση όλων των φωνών φιλελευθεροποίησης.

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2009

Τα παιδιά της πιάτσας






Αλέξης Παπαχελάς
Δημοσιογράφος

Άρθρο του στην εφημερίδα "Καθημερινή" - 5/7/2009


Οι κ. Χριστοφοράκος και Τσουκάτος ήταν δύο πολύ επιτυχημένοι και φιλόδοξοι «τεχνοκράτες», ο καθένας στον δικό του τομέα. Ο κ. Χριστοφοράκος ήταν επικεφαλής μιας μεγάλης πολυεθνικής στην Ελλάδα και βασικός του στόχος ήταν να είναι πρώτος σε πωλήσεις και προμήθειες. Από αυτό εξαρτώντο τα μπόνους του και η εξέλιξή του στην εταιρεία. Ως καλός μάνατζερ λοιπόν, ο κ. Χριστοφοράκος έπαιζε με τους όρους των «ιθαγενών», της εγχωρίου αγοράς. Πρώτα απ’ όλα διατηρούσε άριστες κοινωνικές σχέσεις, τις οποίες μάλιστα διαφήμιζε, με προβεβλημένους πολιτικούς αλλά και «διαμορφωτές» της κοινής γνώμης. Οταν κρινόταν η τύχη μιας μεγάλης προμήθειας, είχε την απόλυτη άνεση να τηλεφωνήσει στους φίλους του για να επηρεάσουν την απόφαση. Κατόπιν ακολουθούσε την πάγια πολιτική μεγάλων επιχειρηματιών που έχουν συμφέροντα με το κράτος: χρηματοδοτούσε τα κόμματα, ανάλογα με την προοπτική που είχαν να αναλάβουν την εξουσία. Και τέλος λάδωνε υπουργούς, στελέχη οργανισμών κ. λπ. για να βεβαιωθεί πως θα συνεχίσει να είναι Νο1 σε πωλήσεις.

Υποθέτω ότι αν ρωτούσατε τον κ. Χριστοφοράκο κατά πόσον είχε άλλη εναλλακτική λύση, θα σας απαντούσε πως όχι. Αν ο ίδιος δεν χρηματοδοτούσε τα κόμματα και δεν λάδωνε αυτούς που λάδωσε, το πιθανότερο είναι πως κάποιος ανταγωνιστής του θα το έκανε και θα του έπαιρνε τις δουλειές και μαζί και τα μπόνους και τον χλιδάτο τρόπο ζωής στον οποίο είχε εθιστεί. Θα μου πείτε πως μπορούσε να πάει στον εισαγγελέα και να καταγγείλει τους όρους του ελληνικού παιχνιδιού ή ακόμη και να διαμαρτυρηθεί προσωπικά στον εκάστοτε πρωθυπουργό. Ενδεχομένως, αν και δεν είναι καθόλου βέβαιο πως θα είχε ο ίδιος επαγγελματικό μέλλον έπειτα από μια τέτοια ενέργεια.

Οσο για τον κ. Τσουκάτο ήταν ένας τεχνοκράτης στο ελληνικό σύστημα εξουσίας. Στο Μαξίμου, και στο κάθε Μαξίμου, υπάρχουν πάντοτε αυτοί που πίνουν χαμομήλι και συζητούν θέματα στρατηγικής και υψηλής πολιτικής. Και μετά υπάρχει το άλλο κομμάτι που μαζεύει χρήματα από επιχειρηματίες, «καθαρίζει» δύσκολα παιχνίδια και γενικά δεν κινείται πάντοτε στο φως της ημέρας... Ο κ. Τσουκάτος εκπροσωπούσε αυτή τη σκοτεινή πλευρά, χωρίς την οποία πολύ δύσκολα θα είχε εκλεγεί και κατόπιν επιβιώσει ο Κώστας Σημίτης. Και αυτός έπαιζε το παιχνίδι με τους όρους που είχαν συνηθίσει οι προκάτοχοι και ομόλογοί του. Μάζευε χρήματα από μεγάλους «παίκτες», έκανε τις απαραίτητες συναλλαγές και γενικώς χειριζόταν όλες τις δύσκολες και «μαύρες» υποθέσεις. Δεν έχει κανείς αμφιβολία για το αν ήταν ικανός σε αυτό το πόστο. Αλλωστε πολλοί πιστεύουν ότι ο κ. Σημίτης έχασε την επαφή του με την «πιάτσα» όταν έφυγε ο κ. Τσουκάτος, θύμα της προκλητικής του κοινωνικής ταύτισης με πρώτα ονόματα της τότε διαπλοκής.

Το ερώτημα δεν είναι αν οι κ. Χριστοφοράκος και Τσουκάτος είναι ανήθικοι ή όχι. Στο μυαλό τους ήταν «νόμιμοι» και σχεδόν ηθικοί γιατί υπηρετούσαν ένα συγκεκριμένο σύστημα σε μια συγκεκριμένη χώρα. Το αν στη διαδικασία αυτή έβαλαν και κάποια χρήματα στην άκρη για τον εαυτό τους είναι βεβαίως μια άλλη ιστορία.

Αυτοί οι δύο άνθρωποι μπορεί να είναι όμως εξαιρετικά χρήσιμοι σε μια κοινωνία που θέλει επιτέλους να τιμωρήσει, έστω και πολιτικά, αφού δεν γίνεται πλέον δικαστικά, τους διεφθαρμένους πολιτικούς της. Και αυτό θα γίνει ασφαλώς μόνο εφόσον βασισθούν σε αδιάσειστα στοιχεία. Με βάση όμως τις εμπειρίες και τις αποκαλύψεις τους μπορεί να ξεκινήσει μια απολύτως πρακτική συζήτηση για το τι πρέπει να αλλάξει στο σύστημα χρηματοδότησης και τον έλεγχο δαπανών των κομμάτων και τον τρόπο που μοιράζονται οι προμήθειες του κράτους. Με άλλα λόγια, ή θα αλλάξουμε τους όρους του παιχνιδιού στην Ελλάδα ή απλά ο κάθε φιλόδοξος άνθρωπος που θα βρεθεί στην αντίστοιχη θέση με τους κ. Χριστοφοράκο και Τσουκάτο θα κάνει ακριβώς ό, τι έκαναν και αυτοί.

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2009

Τύπος




Ευγένιος Αρανίτσης
Αρθρογράφος
Άρθρο του στην εφημερίδα "Ελευθεροτυπία" - 27/6/2009



Τα περί οικονομικής κρίσης συνιστούν μια μερική αλήθεια, μια διατύπωση που δεν εξαντλεί την περιγραφή του γεγονότος, και μάλιστα η χρήση του όρου επιτρέπει ακριβώς έναν ελιγμό προκειμένου να επιμερίσουμε βολικά τις ευθύνες.

Ισχύει εξίσου για την πολιτική κρίση, την κοινωνική, τη θεσμική, την οικολογική, την πολιτιστική, την εκπαιδευτική και ούτω καθεξής. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια συνολική απορύθμιση του Συστήματος, στου οποίου τα κατά τόπους μέτωπα εκδηλώνονται φαινόμενα αεριώδους γιγαντισμού και κατόπιν αποσύνθεσης.

ΕΝΤΟΠΙΖΟΝΤΑΣ φέρ' ειπείν την «κρίση του Τύπου» στην απόφαση των Αγγελόπουλων να σφραγίσουν τις εταιρείες τους, υπεκφεύγουμε από το συμπέρασμα, ηλίου φαεινότερον, ότι η γενική κρίση νοημάτων και συμπεριφορών, αντιλήψεων και συνηθειών, μας καλεί να την αντιμετωπίσουμε σφαιρικά σαν παθολογία ενός ολόκληρου τρόπου ζωής, εκείνου που προέκυψε από τη σαρωτική νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και την επακόλουθη παροχή πρωτοκαθεδρίας στις καλπάζουσες τεχνολογίες των επικοινωνιών, των οποίων διακηρυγμένος στόχος ήταν η εκμηδένιση της ανθρώπινης σκέψης. Μιλώντας για φούσκα, αναφερόμαστε κατ' ουσίαν σ' αυτή τη συλλογική παραίσθηση συμμετοχικής παντοδυναμίας που ακολουθείται (περίπου όπως η δυσθυμία μετά από την πυρετώδη επενέργεια κάποιου ναρκωτικού) από μια εκκωφαντική πληθωριστική κατάρρευση αξιών άνευ αντικρίσματος, οι οποίες είχαν αναβαθμιστεί απατηλά από μια σκηνοθετημένη ζήτηση. Συμβαίνει όπου και αν κοιτάξουμε, από τον αθλητισμό μέχρι τη λογοτεχνία.

ΕΤΣΙ, τα μέτρα και ημίμετρα που προτείνονται για την «εξυγίανση» π.χ. των εφημερίδων, ελάχιστα πλήττουν τη ρίζα του κακού, αν υποθέσουμε ότι αυτή αγγίζει επίσης, λιγότερο ρομαντικά, τη διαγωγή των ίδιων των αναγνωστών, εκπαιδευμένων να διψούν μάλλον για τις προσφορές των κυριακάτικων φύλλων παρά για ειδήσεις ή αναλύσεις. Αντιλαμβανόμαστε επομένως ότι η σκανδαλώδης πληθώρα των ελληνικών εφημερίδων και τηλεοπτικών σταθμών που φυτοζωούν χάρη στην κρατική διαφήμιση ή σε παρασκηνιακές δοσοληψίες, συχνά εκβιαστικές, με πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, αντιστοιχεί μόνο σε υποπερίπτωση της λεγόμενης φούσκας. Προγενέστερο και πιο σημαντικό αίτιο παραμένει η μετακίνηση του «λαϊκού» ενδιαφέροντος από το κείμενο προς την εικόνα, από την επικαιρότητα και την αρθρογραφία προς το lifestyle της έγχρωμης «πληροφόρησης», ανεξαρτήτως του πόσο αναξιόπιστη παρουσιαζόταν.

ΚΟΝΤΟΛΟΓΙΣ, οι ειδήσεις, τα σχόλια, το ρεπορτάζ, όλα αυτά είχαν απορροφηθεί προ πολλού στη χοάνη της αστραπιαίας, ευκαιριακής, αβασάνιστης κατανάλωσης και απαξιώθηκαν. Εν συνεχεία, ο καταναλωτής αποζημιώθηκε για την απαξίωση, στην οποία ο ίδιος συνέβαλλε, με έναν καταιγισμό από DVD και κληρώσεις αυτοκινήτων. Τέλος, τα DVD και οι κληρώσεις επαναβεβαίωσαν μέχρι κορεσμού την απαξίωση των κειμένων, αφού αν τα κείμενα έχαιραν υπόληψης εκ μέρους του αναγνώστη, οι προσφορές θα περίττευαν. Και πάει λέγοντας.




Παρασκευή 3 Ιουλίου 2009

Η δύναμη της γνώμης ...





Korinthius Maximus
Περιοδικό MyPress - Τεύχος 10 - Ιούνιος 2009


Ο Γερμανός συγγραφέας Thomas Mann, βραβευμένος με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1929, είχε συμπυκνώσει σε μια και μόνο φράση αυτό που σήμερα φαντάζει ως το ζητούμενο σε κάθε έκφανση του δημόσιου βίου, της δημόσιας διαβούλευσης, της δημόσιας τοποθέτησης επί διάφορων ζητημάτων.

Αυτή η φράση ήταν ότι « Οι γνώμες δεν μπορούν να επιζήσουν, αν δεν βρεθούν εκείνοι που θα πολεμήσουν γι’ αυτές. ».

Στην εποχή μας η γνώμη έχει φθαρεί ως έννοια και ως υπόσταση, κυρίως γιατί η ίδια η εποχή μας, με την ταχύτητα των εξελίξεων και τη διάχυση της πληροφορίας, έχει δημιουργήσει ένα περιβάλλον ευμετάβλητο, πολλές φορές ασαφές και συχνά ομιχλώδες.

Η γνώμη θα έπρεπε να είναι προϊόν σκέψης, ανάλυσης, έρευνας, ανταλλαγής πληροφοριών. Η χρήση της λέξης προϊόν δε γίνεται τυχαία, γιατί άμεσα παραπέμπει στην έννοια του αποτελέσματος, του τελικού εξαγόμενου μιας διαδικασίας.

Σήμερα, η γνώμη συνηθίζεται να προηγείται όλων των προαναφερόμενων διαδικασιών. Δηλαδή, πρώτα κάποιος διατυπώνει γνώμη, κατόπιν αναλύει, μετά σκέφτεται και αν τύχει και διαπιστώσει ότι η γνώμη του είναι λανθασμένη, χωρίς να το παραδεχτεί, θα κάνει έρευνα για να δει με ποιο τρόπο θα ενδυναμώσει την ίδια λανθασμένη γνώμη του.

Μπορεί να το πει κανείς αυτό πείσμα, εγωπάθεια, καπρίτσιο, κατσίκωμα και οτιδήποτε άλλο θέλετε.

Ειδικά στην Ελλάδα, η λογική της αντίστροφης διαδικασίας έχει βαθιές ρίζες και το κακό ξεκινά από την πολιτική – έτσι όπως αυτή ασκείται ως επί το πλείστον -, την τηλεόραση, ακόμα και την οικογένεια. Η διαμόρφωση γνώμης έχει αποκτήσει μια λογική μάρκετινγκ, φτιασιδώματος ή ακόμα και επιβολής.

Η ίδια η έννοια της διαβούλευσης σε κάθε θέμα έχει διαστρεβλωθεί. Η «γραμμή παραγωγής» γνώμης έχει στηθεί επάνω σε έναν ιμάντα που κινείται ανάποδα. Έχει μετατραπεί σε ένα πράσινο τραπέζι με την τράπουλα των δεδομένων να είναι κλειστή και τους παίχτες να ποντάρουν πριν δουν τα φύλλα τους.

Μπαίνουμε λοιπόν στη διαδικασία να γίνεται συζήτηση με τις γνώμες προκαθορισμένες και τον κάθε εμπλεκόμενο να προσπαθεί μανιωδώς να ρίξει νοκ άουτ τους υπόλοιπους με τη φιλοσοφία που λέει ότι «αυτή είναι η γνώμη μου, πες μου τη δική σου» και στη συνέχεια ξεδιπλώνονται όλες οι τεχνικές στήριξης της αρχικής γνώμης μέχρι τελικής πτώσεως.

Είναι λογικό ότι με αυτές τις συνθήκες, σχεδόν ποτέ, δεν υπάρχει συμπέρασμα, ο καθένας μένει με τη γνώμη του και στο τέλος η γνώμη εξανεμίζεται και χάνει ακόμα και την αξία που θα μπορούσε να είχε αν υπήρχε μια συμφωνία επ’ αυτής.

Γι’ αυτό και είναι εξαιρετικό προνόμιο και δείγμα ορθολογικού νου, το να μην έχει κάποιος γνώμη επί παντός επιστητού. Στην Ελλάδα αυτό το προνόμιο, με μια λέξη, το αποκαλούμε αδυναμία. Σκεφτείτε, πόσο αδιανόητο μας έχουν πείσει ότι είναι, το να μην έχει κάποιος γνώμη για όλα, είτε έχει αναλύσει τα δεδομένα, είτε όχι. Σκεφτείτε πόσο ντροπιασμένος «πρέπει» να αισθάνεται κάποιος όταν δεν έχει γνώμη για κάποιο θέμα.

«Μα καλά κύριε, δεν έχετε γνώμη για το ζήτημα ;», λέει τόσο υποκριτικά αποσβολωμένος ο συντονιστής μιας τηλεοπτικής «συζήτησης» …

Όλη αυτή η διαδικασία έχει κάνει τους Έλληνες να έχουν μνήμη χρυσόψαρου. Αλλάζουν το κανάλι και ακούνε από τους ίδιους ανθρώπους, διαφορετικές γνώμες. Διαβάζουν εφημερίδα (όσοι διαβάζουν) και διαβάζουν διαφορετική γνώμη από τον ίδιο συγγραφέα σε διαφορετικές ημερομηνίες ακόμη και με διαφορά δύο ή τριών ημερών.

Κάπου εκεί στο τέλος, κλείνουν και την τηλεόραση, κάνουν ένα μπάνιο και το επόμενο πρωί δεν έχουν καμία γνώμη για κανένα θέμα αφού και οι ίδιοι δε μπήκαν στον κόπο να ψάξουν κάποια στοιχεία για όσα άκουσαν, ή – το χειρότερο – παπαγαλίζουν κάτι που άκουσαν και τους έκανε απλώς εντύπωση. Το «δε βαριέσαι αδελφέ, όλα ίδια είναι!» έχει γίνει ο νέος Εθνικός μας Ύμνος, ή μάλλον καλύτερα, ο Εθνικός μας Ύπνος.

Αυτό το «δε βαριέσαι» βολεύει όμως. Και τους βολεύει όλους.

Η τεχνολογική εξέλιξη και η ψηφιοποίηση έχει έρθει για να συμβάλει λιγάκι στο να ανατραπεί αυτή η εξαιρετικά βολική κατάσταση. Δύσκολα κάποιος θα κρατούσε αρχείο με ντάνες από χαρτί και εφημερίδες στο οποίο θα έπρεπε να ανατρέξει, αν τύχαινε και θυμόταν ότι κάποτε, κάποιος είχε εκφράσει μια γνώμη και ήθελε να τη «φρεσκάρει». Για την τηλεόραση, δεν το συζητάμε, πρόσβαση σε αρχειακό υλικό, πριν από μερικά χρόνια, θεωρείτο ως η ανάβαση στο όρος Κιλιμάντζαρο, με δεκάδες αιτήσεις, μπόλικη σκόνη, και φοβερή υπομονή και επιμονή.

Σήμερα, η ψηφιοποίηση συμβάλει στο να υπάρχουν τουλάχιστον, στον οικιακό μας σκληρό δίσκο ή σε ιστοσελίδες στο διαδίκτυο, εικόνες, βίντεο, κείμενα που μπορούν να φανούν χρήσιμα στην όλη διαδικασία.

Αν μη τι άλλο, σε επίπεδο δημόσιου βίου, τα πάντα καταγράφονται, τα πάντα ψηφιοποιούνται και αρχειοθετούνται. Μερικά μπορεί και «επίτηδες» να σβήνονται, αλλά θα μπορεί κανείς να τα βρει σε κάποια άλλη πηγή, που επίσης «επίτηδες» θα ήθελε να τα διασώσει.

Το θέμα είναι πόσοι αναζητούν αρχειακό υλικό για να διαμορφώσουν τη δική τους γνώμη. Πόσοι ψαχουλεύουν σε βιβλία, σε πρακτικά, σε οπτικοακουστικό υλικό για να καταλήξουν σε κάποιο συμπέρασμα.

Για γνώμες λοιπόν που προκύπτουν μέσα από διαδικασίες καλουπιών και «σχολικών βοηθημάτων» ποιος θα βρεθεί να πολεμήσει ;

«Γνώμη Πατάκη» έλεγε κάποτε μια καθηγήτριά μου στο σχολείο διαβάζοντας τα τετράδια των εργασιών για την ανάλυση κειμένων. Εικοσιπέντε παιδιά σε μια τάξη τριάντα ατόμων έβγαζαν το ίδιο συμπέρασμα, χρησιμοποιώντας τις ίδιες λέξεις.

Τα υπόλοιπα πέντε είχαν απλώς χρησιμοποιήσει άλλο βοήθημα …

Και επειδή η ρήση « Οι γνώμες δεν μπορούν να επιζήσουν, αν δεν βρεθούν εκείνοι που θα πολεμήσουν γι’ αυτές. », μοιάζει κάπως ημιτελής, θα τολμήσω να τη σουλουπώσω προσθέτοντας ότι προτού πολεμήσουν, θα πρέπει να τις έχουν ερευνήσει και να έχουν πειστεί για αυτές. Αλλιώς θα πολεμούν για δόγμα και όχι για γνώμη.

Στείλτε μου τις σκέψεις σας στο email μου, kormaximus@gmail.com.
Τα λέμε στο επόμενο τεύχος.




Τετάρτη 1 Ιουλίου 2009

Παραγάδι απο φουσκωτό: Eναρξη με λυθρίνια !





Νίκος Λυμπερόπουλος
Ένθετο Ψάρεμα της εφημερίδας "Έθνος" - 24/6/2009


Δύο άτομα, ένας στο τιμόνι κι ένας πίσω για το ρίξιμο, είναι ο ιδανικός συνδυασμός για να πέσει το παραγάδι. Ως προς τα δολώματα πολύ καλές ψαριές μάς δίνουν ανέκαθεν τα ζωντανά, όπως οι μάνες και το καραβιδάκι. Στην προκειμένη περίπτωση χρησιμοποιήσαμε ζωντανό καραβιδάκι, που το αγαπούν ιδιαίτερα τα ψάρια και ιδιαιτέρως τα λυθρίνια. Δόλωμα που το βρίσκουμε στα καταστήματα ειδών αλιείας σχετικά εύκολα.

Για το συγκεκριμένο παραγάδι χρησιμοποιήσαμε αγκίστρια Nο 17, με μάνα παραγαδιού Nο 70 mm, μήκος παράμαλλου 1,5 μέτρο πάχους 35 χιλιοστών και απόσταση του ενός παράμαλλου από το άλλο περίπου 2 οργιές. Παραγάδι βέβαια εκτός της ιδιοκατασκευής, μπορούμε να αγοράσουμε έτοιμο από κάποιο κατάστημα ειδών αλιείας.

Παραγάδι απο φουσκωτό: Eναρξη με λυθρίνια!

Στο λιμάνι φτάσαμε κατά τις 4.00, δολώσαμε το παραγάδι, το ρίξαμε σε τραγάνα που έχουμε σημειώσει στο GPS μια ώρα πριν ξημερώσει και αρχίσαμε να το μαζεύουμε αφού ο ήλιος ανέτειλε για τα καλά. H πρώτη μας δουλειά είναι να κόψουμε τα παράμαλλα στο μήκος που εμείς θέλουμε.

Eνας εύκολος και πρακτικός τρόπος είναι να πάρουμε τη νάιλον κουλούρα και με ένα κοφτερό μαχαίρι να την κόψουμε κάθετα. Eτσι, αυτομάτως έχουμε αρκετά παράμαλλα στο μήκος που έχει η περιφέρεια της κουλούρας. Για να μην μπερδευτούν αυτά μεταξύ τους, τα πιάνουμε σε ματσάκια 25 έως 50 παράμαλλων (εξαρτάται από το πάχος τους), και τα δένουμε στις δυο άκρες ή, αν θέλουμε, και στη μέση με ένα λεπτό σχοινάκι και έτσι τα έχουμε έτοιμα προς χρήση.

Aν θέλουμε παράμαλλα μεγαλύτερου ή μικρότερου μήκους, τότε αναγκαστικά θα τα κόψουμε ένα-ένα και στη συνέχεια θα τα φτιάξουμε ματσάκια.

Aποφεύγουμε να χρησιμοποιούμε για τα παράμαλλα πετονιά τυλιγμένη σε καρούλι, αλλά προτιμούμε σε κουλούρα κι αυτό, για να μη γίνουν τα παράμαλλα σερπαντίνα...


Δολωμένα αγκίστρια

Όταν έχει ολοκληρωθεί το αρμάτωμα του παραγαδιού και έχει καρφωθεί και το τελευταίο αγκίστρι πάνω στον φελλό, τότε με ένα μαχαιράκι κοφτερό χαράζουμε ελαφρά τον φελλό -ή το λάστιχο- από την εξωτερική πλευρά του, ακριβώς στο σημείο που είναι το κάθε αγκίστρι.

Δηλαδή κάνουμε τόσες χαραγματιές, όσα είναι και τα αγκίστρια μας. Aυτό γίνεται, για να κρεμάσουμε τα δολωμένα αγκίστρια, όταν θα δολώσουμε το παραγάδι και γίνεται την πρώτη μόνο φορά που αρματώνουμε το παραγάδι. Στη συνέχεια, όταν χρειαστεί να αρματώσουμε ξανά κάποιο τμήμα του παραγαδιού που έτυχε να κοπεί, επειδή τα καινούργια αγκίστρια θα καρφωθούν εκεί ακριβώς όπου ήταν τα παλιά, οι χαραγματιές ήδη θα υπάρχουν.

Πριν ξεκινήσουμε τη διαδικασία της δόλωσης, ρίχνουμε πάντοτε αρκετό χαλικάκι θαλάσσης μέσα στο πανέρι μας πάνω στην πετονιά. Ποτέ δεν ξεκινάμε να δολώσουμε το πρώτο αγκίστρι του παραγαδιού.

Aρχίζουμε από το τελευταίο, γιατί αν δολώσουμε από την αρχή, το παράμαλλο θα κρεμάσει τόσο που θα φτάσει στον πάτο του καλαθιού ή της λεκάνης από την εξωτερική πλευρά, ενώ θ’ ακολουθήσουν σιγά - σιγά και τα υπόλοιπα, οπότε τα δολωμένα αγκίστρια θα σέρνονται με επόμενο να μπλεχτούν.

Ξεκαρφώνουμε από τον φελλό, τραβάμε λίγο το αγκίστρι, δολώνουμε και το κρεμάμε στη λεκάνη με τη σειρά ένα - ένα, κοντά - κοντά, με προσοχή να μην τα μπερδέψουμε, ή στερεώνουμε πάνω στον φελλό στις χαρακιές που έχουμε κάνει γι’ αυτόν τον λόγο. Tελειώνοντας τη δόλωση πρέπει να διατηρήσουμε το δολωμένο παραγάδι στη σκιά σκεπασμένο με βρεγμένα πανιά. Προσοχή τοποθετώντας και αφαιρώντας τη λινάτσα να μην μπερδέψουμε τα δολωμένα αγκίστρια μεταξύ τους.

Tα δεσίματα

Aφού έχουμε κόψει όλα τα παράμαλλα που θα χρειαστούμε, είναι η ώρα να δέσουμε πάνω τους τα αγκίστρια. Δένουμε κατευθείαν το αγκίστρι στην άκρη των παράμαλλων πάνω στα ματσάκια, χωρίς να βγάζουμε ένα-ένα τα παράμαλλα και τυλίγουμε τα αγκίστρια -αφού πια έχει ολοκληρωθεί το μάτσο- με λίγο αλουμινόχαρτο. Eτσι, δεν υπάρχει κίνδυνος να μπερδευτούν και να μπλεχτούν.

Mετά την ολοκλήρωση του δεσίματος όλων των αγκίστρων στα παράμαλλα, ακολουθεί το δέσιμό τους πάνω στη μάνα του παραγαδιού. Παίρνουμε ένα - ένα και τα δένουμε επάνω στη μάνα, σε απόσταση που νομίζουμε - εμείς προτιμούμε τις δύο οργιές...

Eνα - ένα παράμαλλο που δένουμε, καρφώνουμε το αγκίστρι του πάνω στον φελλό κυκλικά, σύμφωνα με τη φορά που έχουν οι δείκτες του ρολογιού, όταν ρίχνουμε το παραγάδι από τη δεξιά πλευρά του σκάφους, και αντίστροφα από τη φορά του ρολογιού, όταν ρίχνουμε το παραγάδι από την αριστερή πλευρά του σκάφους. Στις δύο άκρες του παραγαδιού έχουμε κάνει από μια θηλιά, την οποία περνάμε σε χοντρό σχοινάκι.

Tη μάνα του παραγαδιού καθ’ όλη τη διαδικασία δεσίματος των παράμαλλων πάνω της την τοποθετούμε μέσα στο πανέρι ή τη λεκάνη τακτοποιημένη κυκλικά και όχι όπως να ‘ναι, αν θέλουμε να μην έχουμε προβλήματα στο ρίξιμο του εργαλείου. Tην κουλούρα με την πετονιά που χρησιμοποιούμε για μάνα, την έχουμε περασμένη στην ανέμη ή στα πόδια μιας καρέκλας κι από εκεί την ξετυλίγουμε.

Oταν τελειώσουμε το αρμάτωμα του παραγαδιού, την υπόλοιπη πετονιά που θα περισσέψει στην κουλούρα τη δένουμε πρώτα με λεπτά σχοινάκια σε αρκετές μεριές, για να μην ξετυλιχτεί και μπερδευτεί, και στη συνέχεια τη βγάζουμε από την ανέμη και τη φυλάμε για να τη χρησιμοποιήσουμε, κάποια άλλη φορά.

Πώς ρίχνουμε

Στο σκάφος έχουμε πάρει 4-5 καλαδούρες δεμένες και τυλιγμένες με λεπτό σχοινί. Στην αρχή και στο τέλος του παραγαδιού τοποθετούμε από μία, που θα πρέπει να είναι ανοικτού χρώματος για να ξεχωρίζει από μακριά, κίτρινη ή κόκκινη για να ξεχωρίζει ακόμη και ανάμεσα στα αφρισμένα κυματάκια.

Σε περίπτωση που στο μέρος όπου θα ρίξουμε το παραγάδι έχει ξέρες, δένουμε καλαδούρες κάθε 30-40 αγκίστρια, ώστε αν το παραγάδι μας σκαλώσει σε ένα σημείο, να έχουμε και άλλα εναλλακτικά για το μάζεμα.

Στο βυθόμετρο βλέπουμε το βάθος του τόπου που επιλέξαμε να ρίξουμε, δένουμε την πρώτη σημαδούρα στην αρχή του παραγαδιού όπου προσαρμόζουμε ένα βαρίδι έως μισό κιλό, ξετυλίγουμε τα αντίστοιχα μέτρα σχοινιού από τη σημαδούρα, την πετάμε στη θάλασσα και μόλις τεντώσει το σχοινί αφήνουμε το βαρίδι και την αρχή του παραγαδιού που έχουμε δέσει σ’ εκείνο το σημείο. Eτσι το παραγάδι αρχίζει να πατώνει.

O λόγος κατά τον οποίο πρέπει να τηρήσουμε την προηγούμενη διαδικασία, είναι για να μη στρίψει η μάνα επάνω στο σχοινάκι της σημαδούρας και χάσουμε αγκίστρια, αλλά έχουμε και μπλέξιμο.

Kατά τη διάρκεια του ριξίματος καλό θα είναι να είμαστε δυο στο φουσκωτό, ο ένας στο τιμόνι και ο άλλος να ρίχνει και να καθοδηγεί τον χειριστή του φουσκωτού. Tο σημείο στο οποίο πρέπει να βρίσκεται αυτός που θα ρίξει το παραγάδι, είναι το πίσω μέρος, δηλαδή η πρύμνη.

Tο μάζεμα

Πριν μαζέψουμε το παραγάδι πρέπει να έχουμε πάντα στο μυαλό μας ότι το ψάρεμα είναι διασκέδαση κι επικοινωνία με τους συναλιευτές μας, γι’ αυτό εκνευρισμοί και φωνές έχουν πάντοτε αρνητικά αποτελέσματα.

Tο παραγάδι το μαζεύουμε από το εμπρός αριστερό τμήμα του σκάφους, ενώ ο χειριστής που βρίσκεται στην κονσόλα φροντίζει από τις οδηγίες εκείνου που το μαζεύει, να κινεί το σκάφος, έτσι ώστε η μάνα του παραγαδιού να είναι πάντα κάθετη ως προς αυτό. Tη μάνα ποτέ δεν την τραβάμε πλάγια γιατί το αλιευτικό εργαλείο θα συρθεί και θα κολλήσει στον πυθμένα. Φροντίζουμε πάντα να τραβάμε κάθετα, όπως όταν ανεβάζουμε στην καθετή.

Aφού φτάσουμε με το καλό στον τόπο που έχουμε ρίξει, αποχιάζουμε τη σημαδούρα και ξεκινώντας το μάζεμα, τραβάμε από τη θάλασσα σιγά - σιγά τη μάνα και την τοποθετούμε μαζί με τα παράμαλλα στη λεκάνη. Δεν καρφώνουμε αγκίστρια στους φελλούς ούτε ξεδολώνουμε αγκίστρια πού δεν έχει φαγωθεί το δόλωμά τους. Ξαγκιστρώνουμε ή κόβουμε το παράμαλλο, μόνο των ψαριών που έχουν πιάσει και τα βάζουμε σε μια άλλη λεκάνη.

O έτερος ψαράς πού βρίσκεται στη διακυβέρνηση του σκάφους φροντίζει, όπως προαναφέραμε, πάντα η μάνα να είναι κάθετα με το σκάφος για να μαζεύεται καλύτερα το παραγάδι, ενώ είναι πάντα έτοιμος για βοήθεια. Eκείνος που ανεβάζει το παραγάδι έχει δίπλα του την απόχη για να αποχιάσει το μεγάλο ψάρι που έχει πιαστεί. Το λεβάρισμα, γίνεται κόντρα στον αέρα, ο οποίος συνήθως την αυγή είναι από ελάχιστος έως ανύπαρκτος.