Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2008

Κτίριο - στολίδι στη Θεσσαλονίκη




Σάκης Αποστολάκης
Δημοσιογράφος - Άρθρο του στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία - 24/12/2008

Ένα από τα κτίρια-στολίδια της Θεσσαλονίκης επανήλθε στην αρχική του μορφή, έπειτα από εργασίες τριάμισι χρόνων, και παραδόθηκε και πάλι ανανεωμένο στην πόλη, αλλά και στους ανθρώπους που εργάζονται σε αυτό.

Πρόκειται για το διατηρητέο κτίριο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος που δεσπόζει με το περιστύλιό του, αλλά και στολίζει με την παρουσία του τη συμβολή των οδών Ι. Δραγούμη και Τσιμισκή, ως ένα από τα πιο αξιόλογα δείγματα της εποχής του Μεσοπολέμου. Το δύσκολο έργο της αποκατάστασης και συντήρησής του έφερε εις πέρας ο Θεσσαλονικιός αρχιτέκτονας Νίκος Γκόρτσιος με τον συνεργάτη του, αρχιτέκτονα Γιώργο Παπαγεωργίου.

«Και μόνο το να ασχοληθείς με ένα τέτοιο κτίριο είναι κάτι που συμβαίνει μια φορά στη ζωή ενός αρχιτέκτονα και αποτελεί εξαιρετική εμπειρία», τονίζει ο Ν. Γκόρτσιος. «Το κτίριο είναι μοναδικό για τη Θεσσαλονίκη, ενώ σπάνια συναντούμε παρόμοια κτίρια σε όλη τη χώρα. Είναι πρόκληση να το αποκαταστήσεις σε σύγχρονη μορφή», προσθέτει.

Η κυριότερη δυσκολία ήταν ότι οι εργασίες έπρεπε να γίνουν με το κτίριο να βρίσκεται σε λειτουργία, αφού στεγάζει τα υποκαταστήματα δύο τραπεζών. Της Εθνικής και της Τράπεζας της Ελλάδος. Σκαλωσιές υψώνονταν ως και 17 μέτρα πάνω από τα κεφάλια υπαλλήλων και πελατών. Εργάτες και τεχνικοί εργάζονταν πρωί-βράδυ πάνω στις σκαλωσιές, ενώ 14 συντηρητές έργων τέχνης επανέφεραν στην αρχική του μορφή τον διάκοσμο του κτιρίου.

Μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 191 7, που κατέστρεψε σχεδόν ολοκληρωτικά το κέντρο της πόλης και τον ανασχεδιασμό της από την ομάδα του Γάλλου πολεοδόμου Ερνέστ Εμπράρ, η ΕΤΕ προκήρυξε, το 1925, αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για τον σχεδιασμό του ιδιόκτητου κτιρίου της στη Θεσσαλονίκη. Υποβλήθηκαν 29 μελέτες και απονεμήθηκαν τρία βραβεία. Το τρίτο απονεμήθηκε στον αρχιτέκτονα Αριστομένη Βάλβη, ο οποίος προσλήφθηκε στο προσωπικό του τεχνικού τμήματος της τράπεζας. Η δική του μελέτη τελικά εφαρμόστηκε. Τα τελικά σχέδια υποβλήθηκαν τον Σεπτέμβριο του 1928, οι εργασίες κατασκευής ξεκίνησαν το ίδιο έτος και αποπερατώθηκαν το 1933.

Στην κατασκευή του κτιρίου χρησιμοποιήθηκαν ιδιαίτερα πρωτοποριακές για την εποχή τεχνικές, όπως το σκυρόδεμα, νέο ακόμη υλικό, αλλά και η πασσαλόπηξη για τη στατικότητα των θεμελίων. Οι δύο αίθουσες συναλλαγής στεγάστηκαν με διπλό κέλυφος, δημιουργήθηκε ημισφαιρικός τρούλος από μεταλλικές διατομές και κάλυψη των φατνωμάτων με πλάκες μαρμάρου μικρού πάχους, ώστε να είναι διαφώτιστες αλλά και σε δεύτερο επίπεδο, ένας ημικυλινδρικός θόλος από οπλισμένο σκυρόδεμα. Ο τρούλος υποβαστάζεται περιμετρικά από πεσσούς και κολόνες, που ενώνονται με τρίδυμες αψίδες στο ύψος του α' ορόφου και μονές αψίδες στο ύψος του β' ορόφου. Η σύνδεση του τρούλου με τους πεσσούς γίνεται μέσω μεγάλων σφαιρικών τριγώνων.

Η μορφή του κτιρίου ακολουθεί τα πρότυπα της εποχής με τη δημιουργία ενός ογκώδους κεντρικού κορμού, που στηρίζεται περιμετρικά σε κίονες και πεσσούς, που δεν έχουν πάντοτε λειτουργικό στατικό χαρακτήρα αλλά διακοσμητικό ρόλο. Τα περισσότερα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν εισήχθησαν από το εξωτερικό, αλλά τα μάρμαρα ήταν από το Βαθύ της Τήνου.

Το κτίριο, όμως, άρχισε να γερνά και να φθείρεται. Οι εργασίες αποκατάστασης περιελάμβαναν σειρά έργων, και σε μερικές περιπτώσεις οι τεχνικοί αναγκάστηκαν να κατασκευάσουν με το χέρι παρόμοια υλικά και μηχανισμούς με τους αρχικούς, καθώς δεν ήταν δυνατό να βρεθούν ίδιοι στην αγορά. Κατασκευάστηκαν επίσης νέο δίκτυο πυρόσβεσης και κλιματισμού, κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης και νέα ηλεκτρολογικά δίκτυα, τοποθετήθηκαν σύγχρονα συστήματα εξοικονόμησης ενέργειας, διαχείρισης εγκαταστάσεων και ασφάλειας. Το ανανεωτικό χάδι των εργασιών αποκατάστασης δέχτηκαν και όλες οι επιφάνειες του κτιρίου.






Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2008

Τα ερωτηματικά




Γιάννης Πρετεντέρης

Δημοσιογράφος - Άρθρο του στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ - 25/12/2008


Ομολογώ ότι μερικές φορές η ανοησία καταφέρνει ακόμη να με ξαφνιάζει. Παράδειγμα. Προχθές τρεις (τουλάχιστον) τύποι με δύο (τουλάχιστον) Καλάσνικοφ έριξαν δύο (τουλάχιστον) ριπές εναντίον διμοιρίας των ΜΑΤ, πυροβολώντας μέσα από τον χώρο της Πανεπιστημιούπολης.

Τι μπορείς να υποθέσεις από το περιστατικό; Ότι κάτι σοβαρό και ανησυχητικό συμβαίνει. Ότι είναι ενδεχόμενο να επωάζεται μια νέα γενιά τρομοκρατίας. Ότι το έγκλημα που δρα στα όρια του υποκόσμου και της πολιτικής βρήκε την ευκαιρία να προειδοποιήσει την Αστυνομία.

Μπορείς να καταλάβεις πολλά. Μπορείς να υποθέσεις άλλα τόσα. Σίγουρα όμως αποκλείεται να συμπεράνεις ότι οι ριπές των Καλάσνικοφ εναντίον των ΜΑΤ στην ουσία «πυροβολούν το άσυλο». Και ότι μια τέτοια ενέργεια αποσκοπεί στην αποδυνάμωση του πανεπιστημιακού ασύλου!

Για δύο λόγους:

Πρώτον, επειδή είναι μάλλον δύσκολο να υποθέσουμε ότι κάποιοι που θέλουν την αποδυνάμωση του ασύλου ντύθηκαν τρομοκράτες, πήραν δύο Καλάσνικοφ, πήγαν αξημέρωτα στου Ζωγράφου και έβαλαν στο σημάδι τα ΜΑΤ. Αν ήθελαν να αποδυναμώσουν το άσυλο, υπήρχαν μάλλον ευκολότεροι και απλούστεροι τρόποι για να το επιδιώκουν.

Δεύτερον, επειδή το πανεπιστημιακό άσυλο δεν χρειάζεται Καλάσνικοφ για να απαξιωθεί. Το έχει επιτύχει εδώ και καιρό από μόνο του, με όλες τις αθλιότητες που έχουν διαπραχθεί στο όνομα του.

Και αυτή ακριβώς είναι η ακόμη μεγαλύτερη ανοησία. Ότι μια μεγάλη κατάκτηση του φοιτητικού κινήματος και του ακαδημαϊκού χώρου κατέστη διάτρητη από την αδυναμία του φοιτητικού κινήματος και του ακαδημαϊκού χώρου να τη διαχειριστούν. Το άσυλο δεν το πυροβόλησε κανένα Καλάσνικοφ. Του έριξε στον σταυρό η υπερβολή και η ασυδοσία εκείνων που το επικαλούνται και το χρησιμοποιούν.

Τελευταίο παράδειγμα, το Πολυτεχνείο. Εκεί, στο όνομα του πανεπιστημιακού ασύλου, έχουν κάνει κατάληψη οι «αντιεξουσιαστές» και αρνούνται να φύγουν. Τι σχέση όμως μπορεί να έχει μια ρύθμιση τις ακαδημαϊκές ελευθερίες με τις δραστηριότητες ενός πολιτικού χώρου; Και γιατί εφημερίδες και κόμματα που (υποτίθεται) υπερασπίζονται το άσυλο σπεύδουν να καλύψουν και να χειροκροτήσουν μια κατάχρηση που το απαξιώνει στα μάτια ολόκληρης της κοινωνίας;

Ποιος υπονομεύει λοιπόν το άσυλο; Τα Καλάσνικοφ του Ζωγράφου ή οι καταλήψεις του Πολυτεχνείου;

Στο ερώτημα αυτό δεν περιμένω απάντηση, είναι άλλωστε τόσο αυτονόητη. Περιμένω, όμως, από αυτούς που συνηθίζουν σε κάθε ευκαιρία να μιλούν με νόημα για «ερωτηματικά», να δώσουν μια εξήγηση για τα δικά τους κίνητρα και τις δικές τους επιδιώξεις. Διότι εκεί να δείτε πόσα ερωτηματικά έχουμε ...




Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2008

Νικήσαμε το θάνατο




Τομ Ρόμπινς
Από το βιβλίο του "Το άρωμα του ονείρου"

Η Κούδρα του έριξε μια υγρή ματιά, που θα μπορούσες να την αλείψεις σαν βούτυρο πάνω σε μια φέτα ψωμί. Τα λόγια της, όμως, τον διαπέρασαν σαν το μαχαίρι που κάνει το άλειμμα. «Αν θέλουμε, μπορούμε να γεράσουμε. Όπως σταματήσαμε τη διαδικασία των γερατειών, έτσι και μπορούμε να την ξαναρχίσουμε. Δε νομίζεις ότι έχουμε πέσει σε μια ρουτίνα έτσι που είμαστε στην ίδια ηλικία για πάνω από πεντακόσια -ή εξακόσια- χρόνια; Δεν ξέρω πώς αισθάνεσαι εσύ, αλλά εγώ έχω αρχίσει κάπως να το βαριέμαι. Πραγματικά, δε θα με πείραζε ν' αρχίσω ξανά να γερνάω».

Ο Αλομπάρ δεν μπορούσε να πιστέψει πόσο ήρεμα, πόσο γαλήνια είχε ξεστομίσει η Κούδρα το ανείπωτο. Παγωμένα δάχτυλα χάιδεψαν την άρπα της ραχοκοκαλιάς του. «Δεν - δεν ξέρεις τι λες. Για κάτσε να σου βάλω λίγο τσάι. Δεν έχεις ξυπνήσει ακόμα, να τι σου συμβαίνει».

«Είμαι ξύπνια, αγάπη μου. Πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας ξάγρυπνη. Και χτες το ίδιο. Το 'χω σκεφτεί για πάρα πολλές νύχτες. Και είμαι, έτοιμη, πρόθυμη, ανυπόμονη και δε βλέπω παρά την ώρα και τη στιγμή να εγκατασταθώ σ' ένα μέρος, όπως όλοι οι κανονικοί άνθρωποι και να γεράσω σαν κανονικός άνθρωπος. Μάλιστα».

Ο Αλομπάρ σφίχτηκε και αρνήθηκε να μιλήσει, μέχρι να σιγουρευτεί ότι οι φωνητικές του χορδές δε θα έτρεμαν. Αλίμονο, όμως, σφίχτηκε πάρα πολύ, ξεπέρασε το όριο, και άκουσε τη φωνή του, όχι να τρέμει αλλά να πετρώνει. Ο καλύτερος γλύπτης της Γαλλίας θα ήταν περήφανος να σκαλίσει το σήμα του σε κάθε λέξη της πρότασης που ακολούθησε: «Αν το τίμημα που πρέπει να πληρώσει κανείς για την κανονικότητα, είναι τα γερατειά, είναι πάρα πολύ ακριβό τίμημα».

«Δε μ' ενδιαφέρει. Είμαι πρόθυμη να το πληρώσω. Εξάλλου, αν δε μ' αρέσει που θα γερνάω, μπορώ μια χαρά να το σταματήσω».

«Μπορείς;» Μια απλή μικρή ερώτηση καμωμένη από θραύσμα γρανίτη. «Πώς μπορείς να είσαι σίγουρη;» Πέντε λέξεις που ζύγιζαν έναν τόννο, χωρίς να υπολογίσουμε το ερωτηματικό. «Πιστεύουμε πως μπορούμε να αρχίζουμε και να σταματάμε αυτή τη διαδικασία κατά βούληση αλλά, στην ουσία, δεν το έχουμε δοκιμάσει ποτέ. Τι θα γίνει αν δεν μπορείς να τη σταματήσεις; Τι θα γίνει αν συνεχίσεις να γερνάς, μέχρι, μέχρι...» Η φωνή του είχε γίνει τόσο άκαμπτη που έσπασε. Έτσι συμπεριφέρονται σήμερα τα μόρια, κι έτσι συμπεριφέρονταν και παλιότερα, μόνο που εκείνους τους καιρούς κανένας δεν τα κατηγορούσε για ακαμψία περισσότερο απ' όσο τα πίστωνε για πλαστικότητα.

«Μέχρι, τι; Μέχρι να πεθάνω; Πρώτα απ' όλα, Αλομπάρ, ούτε εσύ, ούτε εγώ είμαστε σίγουροι ότι το να μεγαλώνει κανείς οδηγεί απαραίτητα στο θάνατο. Έχουμε συζητήσει γι' αυτό πολλές φορές. Πού είναι το θάρρος των πεποιθήσεων σου; Δεν είναι το μεγάλωμα εκείνο που οδηγεί στο θάνατο, αλλά η άποψη πως το μεγάλωμα οδηγεί στο θάνατο, είναι εκείνη που οδηγεί στο θάνατο. Μιλάω σωστά ή όχι;»

«Μάλλον σωστά», τσίριξε ο Αλομπάρ, με την καινούρια του, σπασμένη φωνή. «Αλλά δεν είμαστε σίγουροι» «Μόνο ένας τρόπος υπάρχει να το μάθουμε».

«Ναι, αλλά αν- »

«Αν πεθάνω; Ε, ας πεθάνω, μα το Σίβα! Ο θάνατος δε μου φαίνεται πια και τόσο φριχτή μοίρα».

«Δεν μπορώ να πιστέψω πως εσύ λες κάτι τέτοιο. Μου τα γυρνάς. Τα χάνεις. Μου φαίνεται πως...»

«Πως αντιμετωπίζω την αλήθεια», τον διέκοψε η Κούδρα, «και η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει τίποτα το τόσο παντοδύναμα υπέροχο μέσα σ' αυτή τη μακρόχρονη ζωή μας». Ο Αλομπάρ τραβήχτηκε σαν να τον είχε φτύσει.

«Αγάπη μου», του είπε, παίρνοντας το χέρι του και φιλώντας τα μακριά του δάχτυλα, το ένα μετά το άλλο. «Κοίταξε μας. Είμαστε ένα ζευγάρι τσιγγάνων, κυνηγημένοι απ' τα σκυλιά της εξουσίας. Πάμε από πόλη σε πόλη, από πανηγύρι σε πανηγύρι, κοιμόμαστε στα χωράφια, τρώμε αυτά τα φριχτά μάνγκελ - βούρτσελ, πουλάμε όμορφα μυρωδικά σε υποκριτές και διεγερτικά σε χωριάτες. Τι αξία έχουν όλα αυτά; Τι σκοπό εξυπηρετεί το να- »

«Είμαστε ζωντανοί!» φώναξε ο Αλομπάρ. «Και...»

«Και δεν υπάρχει άλλο ζευγάρι σαν εμάς σ' ολόκληρο το στρογγυλό τούτο πλανήτη. Ε, και λοιπόν; Η μοναδικότητα μας ούτε κάνει το χώμα πιο μαλακό, ούτε τα πατζάρια νοστιμότερα. Ούτε τις συνθήκες της ζωής μας μέσα στο φεουδαρχικό σύστημα βελτιώνει, ούτε συνεισφέρει στο γενικό καλό της ανθρωπότητας. Τι το σημαντικό, λοιπόν, καταφέραμε να κάνουμε όλα αυτά τα 600 χρόνια;»

«Νικήσαμε το θάνατο», είπε ο Αλομπάρ, κι ο τόνος της φωνής του ήταν κατηγορηματικός όσο ποτέ. Κάτι περισσότερο, ήταν περήφανος. «Νικήσαμε το θάνατο. Πετύχαμε αυτό που έχουν επιθυμήσει να πετύχουν όλοι οι άνθρωποι, από καταβολής κόσμου. Τι θα μπορούσε να 'ναι πιο σημαντικό απ' αυτό;»

«Όμως για ποιο σκοπό τον νικήσαμε; Δεν μπορούμε να διδάξουμε στους άλλους πώς να τον νικήσουν, γιατί αν το κάναμε, θα 'πεφτε ολόκληρος ο Κλήρος επάνω μας και θα μας εξόντωνε, όχι μόνο εμάς αλλά και όλους όσους βάλαμε στο κόλπο. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, δεν μπορούμε ούτε να πουλήσουμε αυτή τη φοβερή γνώση. Είμαστε αναγκασμένοι να κρύβουμε αυτό το υπέρτατο επίτευγμα μας σαν να ήταν το πιο φρικτό έγκλημα. Πού είναι λοιπόν η δόξα; Η ζωή μας είναι απόκρυφη κι εγωιστική και καθόλου εύκολη. Μου φαίνεται πως ζούσες μια πολύ πιο σπουδαία ζωή τότε που ήσουνα θνητός. Ήσουν βασιλιάς τότε, Αλομπάρ, ένας ηγέτης, και κάθε μέρα, κάθε ώρα, ήταν γεμάτη με νόημα».

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2008

Η πτώση του οίκου των Άσερ




Edgar Allan Poe
Από το βιβλίο του "Ο χρυσός Σκαραβαίος"

Η αρρώστια της λαίδης Μαντελάιν είχε βασανίσει για καιρό τους γιατρούς της. Μια μόνιμη απάθεια, μια βαθμιαία εξαφάνιση της προσωπικότητας, και συχνές αν και παροδικές κρίσεις μερικής καταληψίας. Αυτή ήταν η διάγνωση. Ως τότε είχε αντέξει στην αρρώστια και δεν είχε καρφωθεί οριστικά στο κρεβάτι της. Όμως το ίδιο βράδυ που έφτασαν στο σπίτι τους, λύγισε (όπως μου είπε ο αδελφός της αργά την νύχτα, με ανείπωτη ταραχή) στην ακατανίκητη ορμή της δύναμης που την έτρωγε και έμαθα πως το σύντομο πέρασμα της ήταν ίσως η τελευταία εικόνα που θα είχα από αυτήν - πως τη λαίδη Μαντελάιν, αν και ζωντανή ακόμα, εγώ τουλάχιστον; δεν θα την ξανάβλεπα ποτέ πια.

Αρκετές μέρες πέρασαν χωρίς να αναφέρουμε το όνομα της ούτε ο Άσερ, ούτε εγώ και σε όλο αυτό το διάστημα έκανα ό,τι μπορούσα για να διασκεδάσω τη μελαγχολία του φίλου μου. Ζωγραφίζαμε και διαβάζαμε οι δυο μαζί ή άκουγα σαν σε όνειρο, τις άγριες αυτοσχέδιες αρμονίες της κιθάρας του. Έτσι καθώς μια οικειότητα, που γινόταν όλο και πιο στενή, με έμπαζε ανεπιφύλακτα στα άδυτα της ψυχής του, έβλεπα με ακόμα μεγαλύτερη πικρία πόσο μάταιη θα ήταν κάθε προσπάθεια να δώσω χαρά σε μια διάνοια, που από μέσα της η σκοτεινιά, σαν μια ζωντανή δύναμη σκόρπιζε στα γύρω αντικείμενα του πνευματικού και του υλικού κόσμου την κατήφεια.

Θα κρατήσω για πάντα την ανάμνηση των επιστημών, αξένοιαστων ωρών που πέρασα μόνος με τον κύριο του «Σπιτιού των Άσερ». Ωστόσο δεν θα τολμούσα ποτέ να επιχειρήσω να δώσω μια ακριβή ιδέα για τις μελέτες και τις απασχολήσεις που με ανάγκασε να μοιραστώ μαζί του. Ένα έξαλλο και αρρωστημένο ιδεώδες έριχνε μια ωχροκίτρινη λάμψη πάνω σε όλα. Οι μακρόσυρτοι, αυτοσχέδιοι θρήνοι του θα αντηχούν για πάντα στα αυτιά μου. Ανάμεσα στα άλλα με πόνο θυμάμαι μια παράξενη διαστρέβλωση και αυθαίρετη ερμηνεία του άγριου σκοπού των τελευταίων βαλς του Φον Βέμπερ.

Από τις εικόνες που γεννούσε η καλλιεργημένη φαντασία του και που λίγο - λίγο, έφταναν σε μια αοριστία που μ' έκανε να ριγώ από συγκίνηση, γιατί ριγούσα χωρίς να ξέρω το γιατί από αυτές τις εικόνες (που τις έχω ολοζώντανες στα μάτια μου), μάταια θα προσπαθούσα να ξεχωρίσω κάτι περισσότερο από ένα μικρό κομμάτι μέσα σε ένα μπερδεμένο κύκλο από ασύνδετες λέξεις. Με την υπέρτατη απλότητα, με τη γυμνότητα των εικόνων που έπλαθε αιχμαλώτιζε την προσοχή και σε τρόμαζε. Αν ποτέ θνητός ζωγράφισε την ιδέα, αυτός ο θνητός ήταν ο Ρόντρικ Άσερ. Για μένα τουλάχιστον υπό τις συνθήκες που ζούσα, από αυτές τις καθαρές αφαιρέσεις που ο υποχονδριακός κατόρθωνε να ρίχνει στους μουσαμάδες του, ξεπηδούσε μια έντονη αίσθηση αβάσταχτου τρόμου που ούτε καν πλησίαζαν αυτό που είχα νιώσει φέροντας καμιά φορά στο νου μου τις χωρίς άλλο λαμπρές και ωστόσο μπροστά σε τούτες, τόσο συγκεκριμένες φαντασίες του Φιουζέλι.

Μια από τις φαντασμαγορικές εικόνες που είχε συλλάβει ο φίλος μου, όχι τόσο αυστηρά αφηρημένης, μπορεί να σκιαγραφηθεί, αν και κάπως ισχνά με λόγια. Μια μικρή εικόνα παρουσίαζε το εσωτερικό μιας ατέλειωτης στενόμακρης θολωτής στοάς, με τοίχους χαμηλούς, λείους, λευκούς και χωρίς καμιά διακοπή ή άλλο στολίδι.

Μερικά συμπληρωματικά σημεία του σχεδίου έδιναν με κάποιο τρόπο, πως αυτό το υπόγειο βρισκόταν σε ένα βάθος υπερβολικό κάτω από την επιφάνεια της γης. Κανένα άνοιγμα δεν έκοβε σε κανένα σημείο την απέραντη έκταση του, και κανένας πυρσός ή οποιοδήποτε άλλο φως δεν φαινόταν πουθενά· ένα κύμα, ωστόσο, από εκθαμβωτικές ακτίνες κυλούσε από άκρη σε άκρη του, και το έλουζε ολόκληρο με μια φασματική, απίθανη λάμψη.

Μίλησα πριν από λίγο γι' αυτή τη νοσηρή κατάσταση του ακουστικού νεύρου που έκανε αβάσταχτη στον άρρωστο κάθε μουσική, με μοναδική εξαίρεση ορισμένους ήχους εγχόρδων. Ίσως αυτά ακριβώς τα στενά σύνορα που τον περιόριζαν στην κιθάρα, να έδιναν ως ένα μεγάλο βαθμό τόσο φανταστικό χαρακτήρα στο παίξιμο του. Δε θα μπορούσε όμως να εξηγηθεί με τον ίδιο τρόπο η πυρετική ευκολία των αυτοσχαιδιασμάτων του.

Οι νότες όπως και τα λόγια της άγριας φαντασίας του (γιατί αρκετά συχνά συνόδευε τις συνθέσεις του και με ρυθμικούς αυτοσχέδιους στίχους) είχαν την πηγή τους στη διανοητική περισυλλογή και την αυτοσυγκέντρωση που όπως ανέφερα και πριν διέκρινα σε ξεχωριστές στιγμές, τότε που η καλλιτεχνική του έξαρση έφτανε στο αποκορύφωμα της.


Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2008

Το ερώτημα όμως παραμένει ...




Stephen Hawking
Από το βιβλίο του "Το χρονικό του χρόνου"

Ζούμε σ' έναν περίπλοκο κόσμο. Θέλουμε να κατανοήσουμε όσα βλέπουμε γύρω μας και αναρωτιόμαστε: Ποια είναι η φύση του Σύμπαντος; Από πού προήλθε; Γιατί είναι έτσι όπως είναι; Ποια είναι η δική μας θέση μέσα σ' αυτό;

Προσπαθώντας να απαντήσουμε, αποδεχόμαστε κάποια «εικόνα για τον Κόσμο». Μια επίπεδη Γη που στηρίζεται σ' έναν άπειρο πύργο από χελώνες είναι μια τέτοια εικόνα, όπως ακριβώς και η θεωρία των υπερχορδών. Και οι δύο είναι θεωρίες για το Σύμπαν, αν και η θεωρία ότι τα πάντα αποτελούνται από χορδές είναι πολύ πιο επεξεργασμένη από μαθηματική άποψη και ακριβής. Και οι δύο θεωρίες δεν βασίζονται σε δεδομένα των παρατηρήσεων: κανείς δεν είδε ποτέ μια τεράστια χελώνα που να στηρίζει τη Γη στην πλάτη της, αλλά ούτε και μια χορδή. Η θεωρία όμως της στήλης από χελώνες δεν μπορεί να έχει τη θέση μιας καλής επιστημονικής θεωρίας, γιατί προβλέπει ότι θα μπορούσε κάποιος να πέσει από την άκρη της και να εξαφανιστεί από το πρόσωπο της Γης. Μια τέτοια δυνατότητα δεν συμφωνεί με τα εμπειρικά δεδομένα, εκτός αν αποδειχτεί ότι αποτελεί την εξήγηση για τα πλοία που υποτίθεται ότι εξαφανίζονται στις πλευρές του «τριγώνου των Βερμούδων»!

Οι πρώτες θεωρητικές προσπάθειες περιγραφής και εξήγησης του Σύμπαντος περιλάμβαναν την ιδέα ότι τα διάφορα γεγονότα και φυσικά φαινόμενα οφείλονται στις πράξεις κάποιων υποτιθέμενων «πνευμάτων» με ανθρώπινες παρορμήσεις, που δρούσαν με τρόπο κυκλοθυμικό και απρόβλεπτο. Τα πνεύματα αυτά κατοικούσαν στα φυσικά αντικείμενα, όπως τα βουνά και τα ποτάμια, ή ακόμη και στα ουράνια σώματα, όπως ο Ήλιος και η Σελήνη. Οι άνθρωποι νόμιζαν ότι έπρεπε να τα εξευμενίζουν και να ικανοποιούν διαρκώς τις διάφορες επιθυμίες τους, για να εξασφαλίζουν με τον τρόπο αυτό τη γονιμότητα του εδάφους και τη διαδοχή των εποχών. Σταδιακά όμως πρέπει να παρατήρησαν ορισμένες κανονικότητες: ο Ήλιος ανέτελλε πάντοτε στην ανατολή και έδυε στη δύση, ανεξάρτητα από το αν είχαν εκτελέσει κάποια θυσία στο θεό Ήλιο ή όχι. Επίσης ο Ήλιος, η Σελήνη και οι πλανήτες ακολουθούσαν κάποιες διαδρομές στον ουρανό που ήταν δυνατόν να προβλεφθούν με αρκετή ακρίβεια. Ο Ήλιος και η Σελήνη μπορούσαν να εξακολουθούν να είναι θεοί, αλλά θεοί που υπάκουαν σε νόμους.

Στην αρχή, αυτές οι κανονικότητες και οι νόμοι είχαν παρατηρηθεί μόνο στην αστρονομία και σε λίγες άλλες περιπτώσεις φυσικών φαινομένων. Όπως όμως αναπτυσσόταν ο πολιτισμός, και ειδικά στα προηγούμενα τριακόσια χρόνια, ανακαλύπτονταν συνεχώς περισσότερες κανονικότητες και νόμοι. Η επιτυχία στην πρόβλεψη των γεγονότων και των φυσικών φαινομένων οδήγησε τον Laplace, στην αρχή του 19ου αιώνα, στο αίτημα του επιστημονικού ντετερμινισμού: ο Laplace υπέθεσε ότι υπήρχε ένα σύνολο νόμων που θα μπορούσε να προσδιορίσει με απόλυτη ακρίβεια την εξέλιξη του Σύμπαντος, αν ήταν γνωστή η κατάσταση του σε κάποια χρονική στιγμή.

Ο ντετερμινισμός του Laplace δεν ήταν πλήρης, δύο σημεία παρέμεναν έξω από αυτόν: δεν αναφερόταν στο πώς έπρεπε να επιλεγούν οι φυσικοί νόμοι του Σύμπαντος και δεν προσδιόριζε το αρχικό σύνολο χαρακτηριστικών του. Αυτά αφήνονταν στη δικαιοδοσία του Θεού. Ο Θεός θα επέλεγε τα αρχικά χαρακτηριστικά του Σύμπαντος και τους φυσικούς νόμους, αλλά στη συνέχεια δεν θα παρενέβαινε καθόλου στη λειτουργία του. Στην πραγματικότητα, ο Θεός περιορίστηκε στις περιοχές όπου δεν είχε φτάσει η επιστήμη ως τον 19ο αιώνα.

Γνωρίζουμε σήμερα ότι οι ελπίδες για τον ντετερμινισμό του Laplace δεν μπορεί να πραγματοποιηθούν, τουλάχιστον με τους όρους που εννοούσαν οι επιστήμονες του 19ου αιώνα. Η αρχή της απροσδιοριστίας της κβαντικής μηχανικής συνεπάγεται ότι ορισμένες ποσότητες, όπως η θέση και η ταχύτητα ενός σωματιδίου, δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστούν και οι δύο με απόλυτη ακρίβεια. Η κβαντική μηχανική αντιμετωπίζει αυτή την κατάσταση με μια ομάδα κβαντικών θεωριών όπου τα σωματίδια δεν έχουν σαφώς προσδιορισμένες θέσεις και ταχύτητες, αλλά αντιπροσωπεύονται από ένα κύμα. Οι κβαντικές θεωρίες είναι ντετερμινιστικές, με την έννοια ότι παρέχουν νόμους για την εξέλιξη του κύματος με την πάροδο του χρόνου. Έτσι, αν κάποιος γνωρίζει τη μορφή του κύματος σε μια χρονική στιγμή, μπορεί να την υπολογίσει σε οποιαδήποτε άλλη. Το απρόβλεπτο, τυχαίο στοιχείο εμφανίζεται μόνον όταν προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε το κύμα με όρους θέσεων και ταχυτήτων σωματιδίων. Αλλά αυτό μπορεί να είναι δικό μας λάθος: μπορεί να μην υπάρχουν θέσεις και ταχύτητες σωματιδίων, αλλά μόνον κύματα. Προσπαθούμε να προσαρμόσουμε τα κύματα στις ιδέες των θέσεων και ταχυτήτων σωματιδίων που έχουμε διαμορφώσει από την κλασική μηχανική. Η αδυναμία να το πετύχουμε αυτό είναι η αιτία της φαινομενικής αδυναμίας προβλέψεων.

Στην πραγματικότητα, σήμερα έχουμε επαναπροσδιορίσει τους στόχους της φυσικής επιστήμης. Η φυσική αποσκοπεί στην ανακάλυψη νόμων που θα μας επιτρέπουν να προβλέπουμε τα γεγονότα μέσα στα όρια που θέτει η αρχή της απροσδιοριστίας. Το ερώτημα όμως παραμένει: Πώς και γιατί έχουν επιλεγεί αυτοί οι νόμοι και η αρχική κατάσταση του Σύμπαντος;



Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2008

Η ιδιαιτερότητα του ανθρώπου




Γιώργος Γραμματικάκης
Από το βιβλίο του "Η Κόμη της Βερενίκης"

Αυτό που χαρακτηρίζει και συγχρόνως διαφοροποιεί τον άνθρωπο από άλλα δημιουργήματα της εξελίξεως είναι η ποιότητα αλλά και η ανάπτυξη του νευρικού συστήματος. Μέσω αυτού του συστήματος και του εγκεφάλου, που αποτελεί την ανώτατη ιεράρχησή του, ελέγχεται κάθε πνευματική ή φυσική δραστηριότητα και διατηρείται η επικοινωνία με το περιβάλλον.

Ο εγκέφαλος αποτελεί πηγή κάθε σκέψεως ή αισθήματος και συνιστά μια οργάνωση της ύλης που δεν έχει την παράλληλή της στο προσιτό, τουλάχιστον, Σύμπαν. Υποτυπώδες νευρικό σύστημα έχουν, βέβαια, και οι απλούστεροι οργανισμοί. Για παράδειγμα, στοιχειώδη εσωτερική επικοινωνία παρουσιάζουν νευρικά κύτταρα της «ύδρας» ενώ, αντίθετα, στα κοινά σφουγγάρια τα κύτταρα είναι απομονωμένα, και, όπως συμβαίνει τότε και στα πράγματα της ζωής, δεν είναι ικανά για σπουδαίο έργο. Η πραγματική ευφυΐα απαιτεί όχι μόνον τη συνεργασία αλλά και την εξειδίκευση πολυάριθμων κυττάρων.

Καθώς η εξέλιξη προχωρεί, το νευρικό σύστημα διαρκώς αναπτύσσεται ποσοτικά και ποιοτικά. Ο πρώτος υποτυπώδης εγκέφαλος, ως συσσώρευση κεντρική πολλών κυττάρων, ίσως διαμορφώθηκε πριν από ένα δισεκατομμύριο χρόνια. Το πιο ενδιαφέρον όμως βήμα στην ανάπτυξη του εγκεφάλου παρουσιάζεται στα θηλαστικά. Και τούτο, ύστερα από πολυάριθμες ασφαλώς γενετικές μεταλλαγές, που, εφόσον δεν οδηγούσαν σε βιολογικά αδιέξοδα, βελτίωναν τις ικανότητές του. Ο συνδυασμός τώρα επιδεξιότητας στα χέρια, τρισδιάστατης οράσεως και αμφίδρομης επικοινωνίας με το περιβάλλον μέσω του εγκεφάλου συνιστά ένα σύστημα που προοιωνίζεται την επιβίωση των θηλαστικών και τη λειτουργική τους αποθέωση στον Homo Sapiens. Είναι ενδεικτικό ότι ο τελευταίος διαθέτει τον μεγαλύτερο εγκέφαλο για το βάρος του από όλα τα ζωντανά είδη, με δεύτερο το δελφίνι. Σε ένα έντομο, ήδη, η πολυπλοκότητα της δομής του εγκεφάλου είναι αξιοσημείωτη: αποτελείται από δέκα έως εκατό χιλιάδες νευρικά κύτταρα.

Τον ανθρώπινο εγκέφαλο συνιστούν εν τούτοις, συνεργαζόμενα αρμονικά και με πολυάριθμες εξειδικεύσεις, περί τα δέκα δισεκατομμύρια κύτταρα! Η συνήθης σύγκρισή του με έναν εξελιγμένο υπολογιστή όχι μόνον αδικεί τον ανθρώπινο εγκέφαλο, αλλά και αποδεικνύει άγνοια για τις αξιοθαύμαστες αρετές του. Όπως παρατηρεί ο J. Bronowski «Δεν είμαστε υπολογιστές για να ακολουθήσουμε δρόμους χαραγμένους από τη στιγμή της γέννησης μας. Αν αποτελούμε κάποιο είδος μηχανής, τότε είμαστε μηχανές μάθησης. Και οι διαδικασίες της μάθησης πραγματοποιούνται σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου».

Η ανάπτυξη, πράγματι, του νευρικού συστήματος και του εγκεφάλου που χαρακτηρίζει το ανθρώπινο είδος, επιφέρει μια βαθύτατη αλλαγή στην ίδια την πορεία της εξελίξεως. Δεν είναι πλέον μόνο οι γενετικές ιδιότητες που κληρονομούνται, αλλά και οι εμπειρίες που, μέσω της γλώσσας ή της μνήμης, μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά.

Οι αργές αλλαγές που οφείλονται στον γενετικό κώδικα ή στο φυσικό περιβάλλον υπερφαλαγγίζονται, έτσι, από τις αλλαγές συμπεριφοράς που προκαλεί η παράδοση. Η παράδοση των εμπειριών, των κατακτήσεων του νου, των ιδεών. Είναι ως προς αυτό το γεγονός που διαφέρει η εξέλιξη του ανθρωπίνου είδους από εκείνην του ζωικού βασιλείου. Όχι μόνον είναι κατά πολύ ταχύτερη. Πράγμα σημαντικότερο, ο μηχανισμός της εξελίξεως δεν στηρίζεται απλώς σε αλυσίδες πυρηνικών οξέων, αλλά και στην πολύπλοκη αλληλεπίδραση της διανοίας με το περιβάλλον.

Από αυτήν την άποψη, η ιστορία του ανθρώπου χωρίζεται σε δύο άνισα μέρη. Δύο εκατομμύρια χρόνια, ή και περισσότερα, αναλώνονται για τη μετάβαση από τον Αυστραλοπίθηκο της κεντρικής Αφρικής στον Homo Sapiens: Είναι η βιολογική του εξέλιξη. Σε λιγότερα όμως από είκοσι χιλιάδες χρόνια, οι κυνηγετικές φυλές της Αφρικής ή της Αυστραλίας, υπό τον επιταχυνόμενο ρυθμό της πολιτιστικής εξέλιξης, γίνονται οι σημερινοί άνθρωποι. Καλλιτέχνες ή επιστήμονες, επινοητές τεχνολογικών εξελίξεων, με συνείδηση του κόσμου και του εαυτού τους, πλούσιοι σε εμπειρίες ή γνώσεις.

«Η εξέλιξη στο ανθρώπινο επίπεδο», γράφει ο J. Huxley, «παρ' όλο που καλύπτει ελάχιστο μέρος του γεωλογικού χρόνου, έχει ήδη αποδώσει εντελώς μοναδικά αποτελέσματα, που είναι αδύνατον να συλλάβει κανείς σε βιολογικό επίπεδο. Για παράδειγμα, τη "Θεία Κωμωδία" του Δάντη, τους κατευθυνόμενους πυραύλους, την "Γκουέρνικα" του Πικάσο, τη Θεωρία της Σχετικότητας, τον Παρθενώνα, τις ταινίες των αδερφών Μαρξ, το στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Μπέλσεν, τις μυστικές εμπειρίες των Βουδιστών. Έχει επίσης, και τούτο είναι το πιο εξέχον, γεννήσει αξίες».

Η ύπαρξη αξιών συνιστά, πράγματι, με μεγαλύτερη ενάργεια από άλλα, τον καθρέφτη ενός πολιτισμού.



Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2008

Απόπειρα «πορτοκαλί επανάστασης» …





Χρύσανθος Λαζαρίδης
Συντάκτης Ελεύθερου Τύπου - Από το
blog του - 12/12/2008

Αυτό που έγινε πριν από λίγα εικοσιτετράωρα ΔΕΝ ήταν «επανάσταση». Δεν ήταν «εξέγερση». Δεν ήταν «έκρηξη κοινωνικής διαμαρτυρίας».

Όχι πως δεν υπάρχουν πολλές πραγματικές αιτίες κοινωνικής έκρηξης. Υπάρχουν και με το παραπάνω. Αλλά αυτό που έγινε προχθές δεν ήταν «εξέγερση». Όχι ακόμα, τουλάχιστον…

- Η πυρπόληση κατοικημένων περιοχών δεν είναι κοινωνική «εξέγερση».
- Ο εμπρησμός μνημείων, όπως η Βιβλιοθήκη και το Αρχαιολογικό Μουσείο, δεν είναι «εξέγερση».
- Οι επιθέσεις κατά πυροσβεστών που προσπαθούσαν να απεγκλωβίσουν ανήμπορα γερόντια από τις φλόγες δεν είναι «εξέγερση».
- Το εκτεταμένο πλιάτσικο δεν είναι «εξέγερση».

Ο τραγικός φόνος του 15χρονου από έναν «τρελαμένο» αστυνομικό δεν ήταν η αιτία. Ήταν μόνο η αφορμή - μιας έκρηξης που «ωρίμαζε» από καιρό.

Πριν από λίγες μέρες «γνωστοί άγνωστοι» είχαν επιτεθεί βάναυσα μέσα στο λεγόμενο «πανεπιστημιακό άσυλο» κι είχαν σπάσει το χέρι μιας καθηγήτριας. Χωρίς να έχει προηγηθεί ο θάνατος του 15χρονου μαθητή…

Πριν από λίγες μέρες είχαν κακοποιήσει άγρια μέσα στους πανεπιστημιακούς χώρους ομιλητή που είχε προσκληθεί να δώσει διάλεξη στους φοιτητές Νομικής. Ούτε τότε είχε προηγηθεί ο θάνατος του 15χρονου…

Πριν από ενάμιση χρόνο είχαν ξυλοκοπήσει μέχρι αναισθησίας ανώτατο αξιωματικό της Αστυνομίας που είχε πάει μαζί με την οικογένειά του να παρακολουθήσει πολιτιστική εκδήλωση στο Γκάζι. Ούτε τότε είχε προηγηθεί ο θάνατος του αδικοχαμένου μαθητή.
Κάποιοι εκμεταλλεύτηκαν ένα τραγικό περιστατικό για να αποπειραθούν «πολύχρωμη εξέγερση» και στην Ελλάδα (κατά τα πρότυπα της Γεωργίας και της Ουκρανίας).

Η διεθνής κοινή γνώμη έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον, διότι είναι η πρώτη τέτοια «πορτοκαλί επανάσταση» που επιχειρείται σε δημοκρατική χώρα δυτικού τύπου.

Ακόμα και το ΚΚΕ αναγκάστηκε να κατονομάσει τους προβοκάτορες και να καταγγείλει αυτούς που τους «χαϊδεύουν».

Όχι, ο ελληνικός λαός δεν ξέσπασε προχθές. Για την ακρίβεια, δεν μίλησε ακόμα.
Απλώς, κάποιοι θυμούνται ό,τι είχε πει κάποτε ο Γεώργιος Παπανδρέου:

- «Τρομοκρατήστε τους τρομοκράτες!»


Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2008

Η βλακεία είναι ανίατη




Διονύσης Χαριτόπουλος

Από το βιβλίο του "Εγχειρίδιο Βλακείας"

Η βλακεία είναι ανίατη. Μυαλό δεν πουλάνε ούτε στα θρανία ούτε στη λαϊκή- ή το 'χεις ή σου λείπει, και αυτό κανείς δεν μπορεί να το αλλάξει. Το φάρμακο κατά της βλακείας δεν έχει ακόμα βρεθεί- όσο πιθανό είναι να βγάλει ο μονόχειρας καινούργιο χέρι άλλο τόσο πιθανό είναι να βάλει μυαλό το ντουβάρι. Ούτε οι νουθεσίες ούτε τα γράμματα ούτε τα χρόνια μπορούν να προσθέσουν ένα δράμι μυαλό- είναι σαν να γράφεις στο νερό. Οι αρχαίοι δεν εντυπωσιάζονταν διόλου με τους πολυμαθείς και πολυδιαβασμένους σοφολογιότατους: «ως ουδέν η μάθησις, αν μη νους παρή». Ούτε οι σύγχρονοι σοβαροί θαμπώνονται με τους περισπούδαστους.

Στη δεκαετία του 1970, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όργωνε τις ευρωπαϊκές χώρες για να πετύχει την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, του πρότειναν να πάρει μαζί του κι έναν υψηλόβαθμο διπλωμάτη και πολιτικό επιστήμονα επειδή, συν τοις άλλοις, μιλούσε εφτά γλώσσες. Ο έμπειρος πολιτικός, που γνώριζε τον προτεινόμενο, αγρίεψε (δεν ήθελε και πολύ): «Τι να τον κάνω αυτόν; Και στις εφτά βλακείες θα λέει».

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλοι υποτιμάμε τον αριθμό των βλακών ανάμεσα μας, αφού το κρίσιμο ποσοστό που όλοι γνωρίζουμε ότι υφίσταται σε κάθε τυχαία πληθυσμιακή ομάδα παραμένει ως σήμερα απροσδιόριστο. Και επειδή κάθε τόσο μας αιφνιδιάζουν με την ανοησία τους πρόσωπα «υπεράνω υποψίας», ανακαλύπτουμε ότι οι χοντροκέφαλοι είναι πολύ περισσότεροι από όσο μπορούσαμε να φανταστούμε. Αν δεχτούμε την κωδωνοειδή καμπύλη «κανονικής κατανομής» (ή «καμπύλη Gauss», από το όνομα του Γερμανού μαθηματικού) η οποία χρησιμοποιείται για την ανίχνευση διάφορων χαρακτηριστικών ενός πληθυσμού, έχουμε το λιγότερο ένα ποσοστό 25% βλακών σε κάθε κοινωνική ομάδα- ο ένας στους τέσσερις. Μάλλον δεν υπάρχει κανείς που να πιστεύει ένα τόσο μικρό νούμερο- όπου και να στρίψεις σε βλάκα θα πέσεις. Αυτό που φαίνεται να έχει καθολική ισχύ είναι πως όσοι είναι οι χάχες μεταξύ των παρκαδόρων είναι και μεταξύ των πανεπιστημιακών.

Όσο περισσότερο απασχολεί την κοινωνία ένα φαινόμενο (αλκοολισμός, βροχοπτώσεις, ανεργία κ.λ.π.) τόσο μεγαλύτερη είναι η ποικιλία των λέξεων που χρησιμοποιούνται για να προσδιορίσουν με ακρίβεια όλες τις πτυχές του (λέγεται ότι οι Εσκιμώοι έχουν τις περισσότερες λέξεις για το λευκό).

Μια ισχυρή ένδειξη για το πόσο αισθητή είναι η κοινωνική παρουσία των βλακών, άρα και το ποσοστό τους, είναι ο εκπληκτικός πλούτος λέξεων για τον χαρακτηρισμό τους από την αρχαία ως τη σύγχρονη και τη νεανική ευρηματικότητα: νωθρός, άνους, μωρός, μώλυς, ευήθης, αμβλύς, βληχρός, αβδηρίτης, χαύνος, χάσκας, πελελός, αναίσθητος, αμβλύτης, νώθειος, άφρων, αμαθής, άσκεφτος, αερολόγος, κόρυζα, ζωντανό, ζωντόβολο, κουτορνίθι, κωθώνι, μάπας, βλάκας (με περικεφαλαία), πανί βλάκας, ανόητος, ελαφρύς, γελοίος, μπουνταλάς, μπούφος, μπαρούφας, μπούρδας, χάνος, ψάρι, βλήμα, σερσέμης, χαϊβάνι, πίπιζας, τούβλο, ντουβάρι, χαλβάς, χάχας, κούτσουρο, μούσμουλο, χοντροκέφαλος, στενόμυαλος, ελαφρόμυαλος, ορνιθόμυαλος, μωροπίστευτος, φυγόμυαλος, κουφιοκέφαλος, κοντόφθαλμος, στενοκέφαλος, σκατοκέφαλος, σαχλαμάρας, αφελής, κοίμησης, κοιμισμένος, νυχτωμένος, ύπνος, απτάλης, αχμάκης, ζευζέκης, στούρνος, στουρνάρι, πίτουρας, χάπι, χάπατο, φιόγκος, φύκι, κολοκύθας, κεφάλας.

Και: στόκος, κάλος, μπάμιας, φελλός, καθυστερημένος, σκατόμυαλος, κοκορόμυαλος, ζαβός, ηλίθιος, λειψός, κλούβιος, θέατρο, κουτεντές, κουτούλιακας, στραβάδι, ντιπ (ντιπ για ντιπ), βραδύνους, σκράπας, αγαθός, αγαθιάρης, αγαθοκλής, αγαθοψώλης, αγαθομούνα, μικρόμυαλος, μικρονοϊκός, μυγοχάφτης, απόμωρος, ζαβλακωμένος, θεόκουτος, νταμάρι, ζώο, βόδι, μοσχάρι, κρέας, σαχλός, σαχλαμπούχλας, τρίχας, φάβας, χαζοχαρούμενος, άχυρο, χαμένος, χαζοβιόλης, μουρόχαβλος, κλαπανάρας, κρετίνος, αποβλακωμένος, παρμένος, μύωψ, κορόιδο, πατάτας, πιλάφας, καζάνας, τουφεκαλεύρης, ξυλοσχίστης, ρόζος, ανεγκέφαλος, πτηνοκέφαλος, ελαφροκέφαλος, μπουσδούκος, μπουζουκοκέφαλος, νούμερο, γκαβός, κόπανος, μέτριος, λίγος, ανίκανος, ανεπαρκής, χύμα, σκόρπιος, καδρόνι, ανερμάτιστος, γκαφατζής, μηδέν, τίποτα, μπουμπούνας, μπουμπουνοκέφαλος, μπαγλαμάς, πλημμύρας, παπάρας,παπαρόπουλος, κώτσος, όρνιο, πρόβατο, κοκωβιός, κότα, χήνα, κλώσα, βλαμμένος, βλακόμουτρο, βλακέντιος, τενεκές, βλήτο, ούφο, βούρλο, μόγγολο, Νταου, χόρτο, φυτό, μπάζο, Γκαουρ, Γκουφι, γκα-γκά, γκάου, κουλός, γεια σου, φλοπ, και το λεξιλόγιο διαρκώς εμπλουτίζεται.

Εννοείται ότι κορωνίδα όλων είναι η πολυσήμαντη και κάτω από κάθε γλώσσα λέξη μαλάκας (το επίθετο μαλακός είναι συγγενές του βλάκας) και εμφαντικά πολύ μαλάκας ή ένας μαλάκας και μισός ή βαρύς μαλάκας ή πολλά κιλά μαλάκας για τις ιδιάζουσες περιπτώσεις.

Συν τα παράγωγά της μαλακοπίτουρας, μαλακοκαύλης, μαλακαντρέας, μαλακόπτηνος, μα-λακόβιος, μαλακιστήρι, μαλακοφέρνει, μαλακοδείχνει, αρχιμαλάκας, αρχοντομαλάκας, χαζομαλάκας, χοντρομαλάκας, μαλακοκυριλές, λεβεντομαλάκας, μαλάκας-κλάσικ, και τα ομοειδή πεοκρούστης,ψωλοβρόντης, τρόμπας, μινάρας, παπαροπλημμύρας.

Η αξεπέραστη λέξη μαλάκας αποδίδει εναργέστατα την καθ' έξη ροπή του βλάκα σε βλακώδεις ενέργειες ή την αυτοϊκανοποίηση του βλάκα που κάθε φορά νομίζει ότι κάτι πέτυχε. Και σε πάμπολλες περιπτώσεις δεν περιορίζεται απλώς και μόνο στην έννοια της βλακείας, αλλά αποδίδει και μια ορισμένη μομφή για κάποια μικρή ή μεγάλη απρέπεια, ότι πέρασες τα εσκαμμένα- τα λεγόμενα «μαλακία έκανες», «κόφ' τις μαλακίες», «δεν μπορώ τις μαλακίες» είναι και μια επαναφορά στην τάξη.

Λες μαλάκας και καθάρισες.

Δεν υπάρχει ιδεωδέστερη λέξη άμεσης και καταλυτικής προσωπικής κριτικής. Οι λέξεις μαλάκας, μαλακία και τα παράγωγα τους χρησιμοποιούνται για πρόσωπα και καταστάσεις που ξέφυγαν της κοινής λογικής ή των ηθικών και αισθητικών κριτηρίων.Ένα καλλιτεχνικό έργο, μια πολιτική δήλωση ή ενέργεια απαξιώνονται μονολεκτικά και αστραπιαία ως «μαλακία». Δεν χρειάζεται να εξηγήσεις τίποτα-δεν υπάρχει ίσως ο χρόνος, η διάθεση ή και η ικανότητα για εμβάθυνση, μα αποδίδει το τελικό συμπέρασμα που σχηματίστηκε μέσα σου. Χρησιμοποιείται ακόμα και ως αυτοκριτική: «τι βλέπεις; μαλακίες» (ανοησίες, μπούρδες), «τι κάνεις; μαλακίες» (τίποτα άξιο λόγου, κάτι που δεν μου αρμόζει). «Κυρίες και κύριοι, καλησπέρα σας» λέει ο ατσαλάκωτος παρουσιαστής από την οθόνη, έτοιμος να ξεκινήσει το τροπάρι του, και ο βαριεστημένος τηλεθεατής, που έχει πάρει χαμπάρι πια τι νούμερο είναι, του απαντάει ενδόμυχα και κάποτε μουρμουριστά «καλώς τον μαλάκα».

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2008

Οριάνα Φαλάτσι - Η πένα που δεν έσπασε ποτέ




Νατάσα Ρουχωτά

Περιοδικό Έψιλον Ελευθεροτυπίας Νο 806 24/9/2006

«Η ελευθερία είναι καθήκον, πριν ακόμα γίνει δικαίωμα». Αυτό ήταν το μότο τής ζωής της που έκανε πράξη. Η Οριάνα Φαλάτσι έλεγε τα πράγματα όπως τα πίστευε εκείνη, χωρίς να υπολογίζει τις ισορροπίες ή τις συνέπειες που θα είχαν οι απόψεις της για την ίδια και για τη φήμη της.

«Τι αισθάνομαι για τους καμικάζι...» έγραφε στο περίφημο χειμαρρώδες άρθρο της στην «Corriere della Sera» λίγο μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους τον Σεπτέμβριο του 2001. «Κανέναν σεβασμό, κανέναν οίκτο. Όχι, κανέναν οίκτο. Μου ήταν ανέκαθεν αντιπαθείς αυτοί οι τύποι που αυτοκτονούν για να σκοτώσουν άλλους. Δεν τους θεώρησα ποτέ στρατιώτες. Κι ακόμα λιγότερο τους θεωρώ μάρτυρες ή ήρωες, όπως -ουρλιάζοντας και φτύνοντας- μου τους κατονόμασε ο κύριος Αραφάτ το 1972. Τους θεωρώ μόνο ματαιόδοξους».

Σε άλλο σημείο του άρθρου περιλαβαίνει την Τζιχάντ και τον ιερό πόλεμο του Ισλάμ: «Αν δεν υπερασπισθούμε τον εαυτό μας, η Τζιχάντ θα νικήσει! Θα καταστρέψει τον πολιτισμό μας, την τέχνη μας, την επιστήμη μας, την ηθική μας, τις ηδονές μας. Δεν αντιλαμβάνεστε ότι οι Οσάμα ΜπινΛάντεν θεωρούν πως είναι εξουσιοδοτημένοι να σκοτώσουν εσάς και τα παιδιά σας επειδή πίνετε κρασί ή μπίρα, επειδή δεν αφήνετε γένια, επειδή δεν φοράτε το τσαντόρ, επειδή πάτε στο θέατρο ή στο σινεμά, επειδή ακούτε μουσική και τραγουδάτε τραγούδια, επειδή χορεύετε σε ντισκοτέκ ή στο σπίτι σας, επειδή φοράτε μίνι φούστα ή σορτς, επειδή κολυμπάτε ημίγυμνοι, επειδή κάνετε έρωτα όταν σας αρέσει, όπου σας αρέσει και με όποιον σας αρέσει; Δεν σας ενδιαφέρει αυτό, ηλίθιοι; Εγώ είμαι άθεη, δόξα τω Θεώ, και δεν έχω όρεξη ν' αφήσω κανέναν να με σκοτώσει γι' αυτό που είμαι». Αυτά και άλλα, καθόλου πολιτικώς ορθά, έγραφε η Οριάνα-για να επισύρει καταιγίδα επικρίσεων.

Όλοι, εκείνη την εποχή, ήθελαν να της πάρουν συνέντευξη για να σχολιάσει η ίδια τα λόγια της, μάταια όμως. Στο Μιλάνο άρχισε να κυκλοφορεί η εντύπωση ότι ήταν πιο εύκολο να πάρει κανείς συνέντευξη από τον πάπα Βοϊτίλα, παρά απ' αυτήν. Ενέδωσε, παρ' όλ' αυτά στον... εαυτό της, το 2004, σε μία έκρηξη ναρκισσισμού ή σε μία ανάπαυλα απ' τη μακροχρόνια αρρώστια της που την κράταγε έγκλειστη σχεδόν σε διαμέρισμα του Μανχάταν.

«Τι ψηφίζετε;» ρωτάει η ίδια τον εαυτό της, στο ένθετο με τη συνέντευξη της στην «Corriere della Sera», που εκείνη την ημέρα πούλησε 1.200.000 φύλλα, και απαντά:
«Δεν ταυτίζομαι με κανέναν και δεν αναγνωρίζω σε κανέναν το τόλμημα να με αντιπροσωπεύσει».

— Μα κάποτε σας άρεσε ο Μπερλινγκουέρ
(σ.σ.: πρόεδρος του ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος την περίοδο 1972-1984).

«Μου άρεσε, ναι».

— Και τώρα δεν υπάρχει κανένας που να εμπιστεύεσθε ;

«Φοβάμαι πως όχι, χωρίς να σημαίνει ότι παραβλέπω τα λάθη που γίνονται απ' την άλλη μεριά...»
Κι ακόμα: «Γνώρισα πολύ περισσότερους ισχυρούς απ' όσους ο Μπερλουσκόνι και σας διαβεβαιώ ότι πέντε στους δέκα ήταν ηλίθιοι».

Απ' αυτούς η Οριάνα σώζει τον Χομεϊνί -που χαρακτηρίζει τύραννο- , την Γκόλντα Μέιρ, τον Ντενγκ Ξιάο Πινγκ και, ίσως, την Ιντιρα Γκάντι.
Πραγματικοί λίντερ; Για την Οριάνα ήταν ο πάπας Κάρολος Βοϊτίλα και ο Μπιν Λάντεν.

— Κι ο Μπους ;

«Δεν είναι και κανένας ατσίδας...»

Για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα οι ιδέες της ήταν ξεκάθαρες: «Ένα κλαμπ από αιώνιους αφεντάδες της Ευρώπης, δηλαδή τη Γαλλία και τη Γερμανία. Που έφτιαξαν ένα υπερκράτος μέσα στο οποίο, αν και μιλιούνται σαράντα γλώσσες, μετράνε μόνο τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα αραβικά».

Αστραπές και για τον ΟΗΕ: «Τι άλλο έκανε ο ΟΗΕ απ' το να σπαταλάει δισεκατομμύρια στο όνομα της ειρήνης; Αντίθετα, δεν καταδίκασε ποτέ τον αντισημιτισμό που έχει μολύνει ολόκληρη την Ευρώπη.»

— Υπάρχει περίπτωση η Οριάνα Φαλάτσι να αλλάξει ιδέες;

«Σε θέματα κοινωνικά, όχι. Δεν θα γίνω ποτέ οπαδός μιας ομάδας ποδοσφαίρου που τη λένε Δεξιά...»

— Υπάρχει διαφορά μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς;

«Είναι μια μόνη ομάδα που μάχεται ενάντια στον εαυτό της. Η χυδαία Δεξιά, η αντιδραστική και φεουδαρχική, η κλεισμένη στα πιστεύω της δεν υπάρχει πια. Ευτυχώς.Ή, μάλλον, υπάρχει, στο Ισλάμ. Είναι ο ισλαμικός κόσμος».

— Κι αν της πρόσφεραν μια θέση στη Γερουσία της Ιταλίας θα τη δεχόταν;

«Αδύνατον. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας προτιμά τη Στεφάνια Σαντρέλι...»

Πίσω, όμως, από τη διάσημη δημοσιογράφο κρύβεται μια γυναίκα που κάποτε υπήρξε πολύ ερωτευμένη. Η Φαλάτσι με τον Αλ. Παναγουλη έζησε έναν έρωτα συναρπαστικό, θυελλώδη. Η δολοφονία του έφερε, όμως, το οριστικό τέλος της σχέσης τους και σημάδεψε την ίδια την Οριάνα ανεξίτηλα. «Ποτέ δεν τον πρόδωσα» δήλωνε μέχρι πρόσφατα για τον Παναγουλη. Η Φαλάτσι ποτέ δεν παντρεύτηκε, δεν έκανε παιδιά - μετά την εγκυμοσύνη από την οποία αναγκάστηκε να παραιτηθεί και καταγράφει στο βιβλίο της «Γράμμα σ' ένα παιδί που δεν γεννήθηκε ποτέ».

Έμεινε πιστή στη μνήμη του Αλέκου, πράγμα που επιβεβαίωναν άνθρωποι του στενού της περιβάλλοντος. Και ο Βασίλης Βασιλικός θα δηλώσει στην «Corriere della Sera»: «Ποτέ ξανά δεν υπήρξα μάρτυρας μιας αγάπης τόσο μεγάλης, έντονης, απόλυτης, ακραίας, όσο αυτή που έτρεφε η Οριάνα Φαλάτσι για τον Αλέκο Παναγουλη».

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008

Κοσκίνω ύδωρ αντλείς, Κορίνθιε ...




Korinthius Maximus
Περιοδικό MyPress - Τεύχος 3 - Νοέμβριος 2008

Η μεγαλύτερη πληγή της πόλης της Κορίνθου εδώ και δεκαετίες περιγράφεται με μια μόνο λέξη : νερό. Πόσιμο νεράκι του Θεού οι Κορίνθιοι έχουν να πιουν από τη βρύση τους από την εποχή της χούντας, η οποία με συνοπτικές διαδικασίες ενεργοποίησε τον αγωγό από το Λουτράκι στην Κόρινθο. Σε ορισμένα θέματα, δυστυχώς, καταφέραμε εμείς οι Έλληνες δημοκράτες να μνημονεύουμε τη δικτατορία, θέματα που συνήθως απαιτούν ευρεία κοινωνική συναίνεση, απαιτούν πολιτική λεβεντιά, βούληση και σε τελική ανάλυση τη στοιχειώδη αλληλεγγύη απέναντι στους συντοπίτες μας.

Οι κάτοικοι της Κορίνθου έχουν ταλαιπωρηθεί πολύ με το νερό. Με μπιτόνια στα χέρια οι οικογένειες κάθε τόσο μεταφέρουν σαν την κυρά-Βαγγελιώ πόσιμο νερό στα σπίτια τους. Η διαδικασία στο πέρασμα των ετών γινόταν όλο και πιο δύσκολη, όλο και πιο επίπονη καθώς η βρύση όλο και απομακρυνόταν και σήμερα κοντεύει να φτάσει στην κορυφογραμμή των Γερανείων. Η τελευταία βρύση πόσιμου νερού από το Λουτράκι φαντάζει σαν τον τελευταίο των Μοϊκανών, μετά από μια διαδρομή μισής περίπου ώρας από το κέντρο της πόλης. Παλιά υπήρχαν οι βρύσες στο γνωστό super market του Ισθμού οι οποίες σταδιακά έκλεισαν και σαν τα κρι-κρι της Κρήτης ανέβαιναν όλο και πιο ψηλά.

Οι λόγοι προφανείς. Το νερό πωλείται. Ολόκληρες βιομηχανίες έχουν στηθεί γύρω από αυτό και η πρωτεύουσα του Νομού έχει γίνει ο καλύτερος και μεγαλύτερος πελάτης. Ο κόσμος κουράστηκε. Κουράστηκε να κουβαλάει τα μπιτόνια, κουράστηκε να μη βρίσκει νερό να πιεί επειδή ξέχασε να πάει να φέρει, κουράστηκε να περιμένει στην ουρά στη βρύση.

Άντεξε για δεκαετίες, υπέμενε στωικά για τη λύση, αλλά πλέον δε μπορεί. Η αγορά πάντα βρίσκει τον τρόπο να σε φέρει στα … νερά της. Κουβάλημα τέρμα. Τηλεφωνείς και το εμφιαλωμένο έρχεται στην πόρτα σου. Η τελευταία λέξη της μόδας, το state of the art της εκμετάλλευσης της ανάγκης έχει τρεις βρυσούλες, παγώνει το νερό, ζεσταίνει το νερό και σε λίγο καιρό θα φτιάχνει και φραπέ. Όλα αυτά βέβαια με το ανάλογο αντίτιμο και με ελάχιστη κατανάλωση. Κάτι σαν τα μπαρ ένα πράγμα, ελάχιστη κατανάλωση 4 λίμπες νερό το μήνα με το αζημίωτο φυσικά … Βολεύτηκε όμως ο Κορίνθιος, πλερώνει τη βολή του και πίνει και την παγωμένη νεράρα του από τη super βρυσούλα.

Αν πας πουθενά διακοπές και πεις ότι είσαι από την Κόρινθο και κουβαλάς το νερό με τα μπιτόνια ή το αγοράζεις από την κάβα βάζουν τα γέλια και αρχίζει το δούλεμα. Το μαρτύριο του χαβαλέ τελειώνει πάντα με τον ίδιο τρόπο είτε βρίσκεσαι στο τελευταίο νησί του Αιγαίου, είτε στην τελευταία άκρη του Έβρου. Σου φέρνουν στο τραπέζι ένα μεγάλο μπουκάλι νερό Λουτρακίου ή τώρα τελευταία νερό Ζήρειας. Και με ένα πλατύ χαμόγελο σου λένε χαιρέκακα : « Άντε βρε ! Στην υγεία σου ! Και νεράκι από τον τόπο σου για να χωνέψεις ! ».

Τον τελευταίο καιρό οι Κορίνθιοι έχουν χαρεί. Τους έχουν πει ότι θα έρθει το νερό από τη Στυμφαλία αφού κερδήθηκαν όλες οι δικαστικές διαμάχες λες και μιλάμε για την περιουσία του Αγγελόπουλου. Και εκεί που όλα πήγαιναν καλά, άρχισε και εκεί το νερό να πωλείται. Άρχισαν και τα περιβαλλοντικά ζητήματα με τη λίμνη που στερεύει και τα σπαρτά που ξεραίνονται (και αλήθεια λένε οι άνθρωποι), ήρθε και η παρατεταμένη ανομβρία και έχουν αρχίσει οι δηλώσεις του τύπου : « Αν έχουμε νερό για τη Στυμφαλία, θα δώκουμε και στην Κόρινθο. ». Άρχισαν και οι εκπομπές στην τηλεόραση για τον υδροβιότοπο της Στυμφαλίας και το πιο πιθανό είναι για πολιτικούς λόγους να τρέξει λίγο πόσιμο νερό στις βρύσες και μετά να κοπεί.

Η αλήθεια είναι ότι μοιάζει γελοίο το να προσπαθεί μια πόλη να φέρει νερό από 60 χιλιόμετρα μακριά, μέσα από βουνά και λαγκάδια, όταν μπορεί με λίγα χιλιόμετρα ευθείας να προμηθευτεί νερό από το Λουτράκι ας πούμε (κάποιοι σε αυτό το σημείο θα πετάξουν το περιοδικό από το παράθυρο, αλλά παρακαλώ προτιμήστε να το ανακυκλώσετε) που είναι και γειτονάκι.

Η πλάκα είναι ότι από όπου και να έρθει το νερό θα πληρωθεί και μάλιστα αδρά. Όμως όσο να ‘ναι το ευχαριστιέσαι παραπάνω ρε παιδί μου αν το πληρώνεις με απόδειξη λιανικής και όχι σε δημοτικά τέλη. Είναι πιο … gourmet … πιο in, πιο kinky τέλος πάντων για να μην πω καμιά βαριά κουβέντα.

Εν πάση περιπτώσει, όταν θα έρθει εκείνο το νερό στην Κόρινθο θα το γιορτάσουν οι Κορίνθιοι, θα πιουν και μετά από λίγο καιρό θα ξαναρχίσει η λιγούρα είτε γιατί το νερό της Στυμφαλίας θα τελειώνει, είτε γιατί τα ανταποδοτικά έργα δε θα γίνονται. Όλο και κάποιος λόγος θα βρεθεί, πιστέψτε με. Και θα ξαναρχίσει το delivery. Άσε που κάτι μου λέει ότι λίγους μήνες αφότου έρθει το νερό θα αρχίσουν οι φήμες (radio-αρβύλα) ότι κάτι θα έχει μέσα και θα είναι ανασφαλές στην αρχή για τα μωρά, μετά για τη γιαγιά και στο τέλος για όλους.

Θα κλείσω με μια πρόταση και ας γελάσουν όσο θέλουν κάποιοι για να μην αρχίσουν να λένε στην αρχισυνταξία ότι μόνο κράζω. Προτιμώ να γελάσουν τώρα παρά να τους πάρουν με τις πέτρες μετά. Η Κόρινθος ζητά νερό για να πιεί. Όχι για να ποτίσει κήπους, όχι για να κάνει μπάνιο, όχι για να πλύνει το αυτοκίνητο. Επίσης η πόλη είναι άριστα ρυμοτομημένη σε όλη της την επικράτεια. Προτείνω λοιπόν να σχεδιαστεί ένα δίκτυο παροχής πόσιμου νερού, ελεγχόμενο και σωστά μελετημένο, που θα καταλήγει σε μια παροχή ανά οικοδομικό τετράγωνο. Σε μια βρύση με απλά ελληνικά. Με ένα ποσό που θα προκύπτει με την ίδια λογική που υπολογίζονται τα δημοτικά τέλη, κάθε κατοικία θα επιβαρυνθεί ανάλογα με τα τετραγωνικά της και οι κάτοικοι κάθε τετραγώνου θα μπορούν να πάνε με το μπιτόνι τους κάτω από το σπίτι τους και να πάρουν νεράκι.

Η πρόταση προϋποθέτει καλή πίστη, ευγενή άμιλλα και εξαφάνιση κάθε ίχνους μικρότητας του τύπου « Πόσο νερό πίνεις εσύ και πόσο εγώ ». Προϋποθέτει σωστή διαχείριση και βούληση ώστε κάτι τέτοιο να καταστεί εφικτό. Θα το εκτιμήσουν στο τέλος οι Κορίνθιοι κάτι τέτοιο ακόμα και αν στην αρχή διαμαρτυρηθούν έντονα.

Μάλλον όμως θα πρέπει πρώτα να περάσουμε από τα στάδια που προανέφερα για να καταλήξουμε ακόμα και κάτι τέτοιο να το βλέπουμε ως ιδανική λύση. Σαφώς και δεν είναι ιδανική λύση. Είναι όμως βιώσιμη, ορθολογική και προπάντων εφικτή (κάτω από ορισμένες θεμελιώδεις συνθήκες).

Αυτά για σήμερα. Όσοι επιλέξουν να μην ανακυκλώσουν το παρόν τεύχος ας το κρατήσουν αρχείο. Θα έχει ενδιαφέρον σε ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον …

Ave!



Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2008

Είμαστε όλοι ένοχοι

Δημήτρης Κωνσταντάρας
Από την ιστοσελίδα του.

Την Κυριακή που μας πέρασε ήταν μια απ΄ τις λίγες φορές που συμφώνησα με αυτά που έγραφε – και κυρίως με αυτά που εννοούσε και υπονοούσε- ο Γιάννης Πρετεντέρης. Ότι δηλαδή στην εποχή της απόλυτης ευκολίας και της γενικής σαχλαμάρας, η κρίση ήρθε επιτέλους να βάλει τα πράγματα στη θέση τους και να τους «γυρίσει όλους στα κυβικά τους».

Οι Έλληνες φοβούνται μήπως επιδεινωθεί η κατάσταση της ζωής τους στην οποία, όσο κι αν την θεωρούν «χάλια», έχουν φτάσει με «ολίγη» εργασία, υπερβολική έως ανόητη και απόλυτα κατευθυνόμενη κατανάλωση, αλόγιστο δανεισμό και παραγωγή …μηδέν. Και τώρα, τώρα που «ξέσπασε η κρίση», τα κεφάλια μέσα και έκαστος εφ ω ετάχθη.

Τώρα, η κοινωνία μας θα πρέπει να συνταχθεί, να βάλει «το κεφάλι μέσα» και να πάρει σοβαρές αποφάσεις. Για τον τρόπο ζωής και εργασίας , για τον ελεύθερο χρόνο, για την ανάπτυξη, για την πολιτική ηγεσία.. Τέρμα πλέον η εξουσία του «άδραξε τη μέρα». Ήρθε η επιτακτική ανάγκη του «Σκέψου το αύριο και το τι μπορείς να κάνεις εσύ γι αυτό».

Τέρμα η αποενοχοποίηση του «απλού πολίτη» που θεωρεί ότι απλώς παρακολουθεί κάποιους άλλους διότι ξημέρωσε η εποχή της «συμμετοχής» του και της ανάγκης συνειδητοποίησης της «συνευθύνης» του.

Τέρμα οι φράσεις του τύπου « πως τάχετε καταντήσει» και «κάντε κάτι» και «εσείς εκεί πέρα» γιατί οι φράσεις αλλάζουν σε «πως τά ΄χουμε καταντήσει και «ας κάνουμε κάτι » και «εμείς εδώ πέρα».

Ουδείς «αθώος» υπάρχει πλέον. Είμαστε όλοι ένοχοι. Κι αυτοί που εργάζονται κι αυτοί που κοροϊδεύουν κι αυτοί που δεν έχουν δουλειά κι αυτοί που δεν θέλουν να πάνε να δουλέψουν και οι δημοσιογράφοι και οι δικαστές και οι επιχειρηματίες και οι πολιτικοί. Έχουμε όλοι ευθύνη. Κανείς δεν είναι παρατηρητής.

Όσοι θέλουν να ζήσουν το σήμερα και το αύριο με τους κανόνες του χθες, είναι καταδικασμένοι. Έχουμε μπει αναπόφευκτα σε μια νέα εποχή, σε μια νέα περίοδο που εμείς οι ίδιοι της ανοίξαμε την εξώπορτα και την προσκαλέσαμε. Γιατί δεν δουλεύαμε, γιατί ξοδεύαμε αυτά που δεν είχαμε, γιατί παραπονιόμασταν και γκρινιάζαμε αλλά αγοράζαμε με δανεικά αυτά που μας έπειθαν να αγοράσουμε, ακολουθώντας ρυθμούς και πρότυπα που μας πειθανάγκαζαν να ακολουθήσουμε και ψηφίζοντας με γνώμονα το προσωπικό μας συμφέρον, πιστεύοντας ανθρώπους που μας έβλεπαν ως «πελάτες».

Ανοίξτε το παράθυρο. Κοιτάξτε έξω την καινούργια μέρα. Και αντιμετωπίστε την. ΕΣΕΙΣ οι ίδιοι.

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008

Ενοχές

Θανάσης Παναγόπουλος
Από το άρθρο του στο Περιοδικό Hellenic Nexus, Φεβρουάριος - Μάρτιος 2005, με τίτλο "Τηλεοπτική Συνομωσιολογία".

Υπάρχει ένας παμπάλαιος κανόνας στην προπαγάνδα, που λέει ότι «αν θες να μεταμορφώσεις έναν πολίτη σε πιστό υπήκοο, πρέπει πρώτα απ' όλα να του εμφυτεύσεις ενοχές». Είτε επρόκειτο για τους αναγνώστες στο ανατολικό μπλοκ, που διάβαζαν στον κατευθυνόμενο Τύπο τις ομολογίες ενοχής των διαφωνούντων στις δίκες της Μόσχας κατά την εποχή του υπαρκτού σοσιαλισμού, είτε επρόκειτο για τις ραδιοφωνικές νουβέλες επί Γ’ Ράιχ, όταν τριτοκλασάτοι ηθοποιοί ερμήνευαν τους ρόλους του αγαθού Γερμανού πατέρα που, μπάζοντας σώγαμπρο στο σπίτι του τον Εβραίο φίλο της κόρης του, «μόλυνε» το αίμα και τη φυλή των Αρίων.

Όταν ο ναζισμός χρεοκόπησε και ο κομμουνισμός οριοθετήθηκε γεωπολιτικά, η προπαγάνδα των ενοχών βρήκε πρόσφορο έδαφος στην αμερικανική τηλεόραση, όπου ενσπείρονταν μονίμως ενοχές. Άλλοτε σε όποιον πωλούσε την περιουσία του σε Ιάπωνες, άλλοτε σε όποιον τολμούσε να αγοράσει τα γελοιωδώς μικρά ιταλικά αυτοκίνητα ή τα απαίσια -πλην υπερεκτιμημένα- γαλλικά τυριά. Τα εξωνημένα και αλωθέντα από τη Μαφία εργατικά συνδικάτα και οι εργοδοτικές ενώσεις έτριβαν τα χέρια τους με ικανοποίηση όταν στο I love Lucy ο Πορτορικανός (άρα και «δεύτερης διαλογής» Αμερικανός) σύζυγος έσφαλε που δεν άφηνε τη σύζυγο του να εργαστεί, αφού, παρά τις αρχικές γκάφες της, η εμπειρία των φτηνών εργατικών χεριών εν τέλει θα «του έβαζε τα γυαλιά».

Στην τηλεοπτική σειρά Λάσι εκθειάζονταν οι αρετές της αμερικανικής υπαίθρου, σε μια εποχή κατά την οποία η ερήμωση των αγροτικών περιοχών και τα συμπαραμαρτούμενα φαινόμενα της αστυφιλίας, με κυρίαρχα την εγκληματικότητα και τη διαπίδυση μη καθιερωμένων ιδεών, χαρακτηρίζονταν από τους ιθύνοντες ως εσωτερικά προβλήματα ύψιστης προτεραιότητας. Και εδώ οι ενοχές όσων σκέπτονται να πουλήσουν τη γη τους σε εταιρίες, να στείλουν το παιδί στο σχολείο της μεγαλούπολης ή να παρευρεθούν στο κήρυγμα του μοντέρνου ιερέα απέδωσαν και με το παραπάνω.

Στην Ελλάδα, η εμφύτευση ενοχών ξεκίνησε κατευθυνόμενη άμεσα από την κυβέρνηση. Και αυτό δεν αφορούσε μόνο την περίοδο της χούντας, αλλά και τα μεταδικτατορικά χρόνια. Ποιος από τους παλαιότερους δεν θυμάται τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο στο Λούνα Παρκ να κατακεραυνώνει με λοιδορίες, ενοχές και καταγγελίες άλλοτε υπέρ του αναδασμού των αγροτικών γαιών, και άλλοτε κατά των -νεόφερτων στην ελληνική πραγματικότητα- καταναλωτικών συμπεριφορών;

Όσο απλοϊκή ήταν, όμως, η ενσπορά ενοχών στην τηλεοπτική προπαγάνδα της «εποχής της αθωότητας», άλλο τόσο «επιστημονική» είναι σήμερα στην «εποχή των υποψιασμένων πολιτών». Αυτό συμβαίνει ακόμη και στην παρουσία των ειδήσεων. Τα στερεότυπα ρεπορτάζ κάθε χρόνο την «ημέρα χωρίς Ι.Χ.» το επιβεβαιώνουν. «Καναλοπαίχτες» κραδαίνουν τα «μαρκούτσια» στις μούρες ανύποπτων γιωταχήδων, ρωτώντας τους με ύφος ανακριτή «πώς τολμούν μια τέτοια ημέρα να χρησιμοποιούν το Ι.Χ. τους για να μετακινηθούν». Και οι πολίτες αισθάνονται μπροστά στο «μαρκούτσι» του δημοσιογράφου (κάτι σαν το «σφυρί του δικαστή πάνω στην έδρα) και την κάμερα (κάτι σαν τον προβολέα του ανακριτή) τόσο ένοχοι, που κανένας τους να μην τους απαντά το αυτονόητο: «να πάρουν παραμάσχαλα τα μαρκούτσια τους και να δείξουν στιγμιότυπα από τα λεωφορεία όταν είναι γεμάτα όχι με Ευρωπαίους πολίτες, αλλά με στοιβαγμένο χύμα ανθρώπινο τριτοκοσμικό εμπόρευμα, σε δρομολόγια αραιότερα και από τις πτήσεις της Ολυμπιακής που αναχωρούν στην ώρα τους».

Τα ίδια και χειρότερα, στα ελληνικά σίριαλ. Οι πρωταγωνιστές ανήκουν πάντα στις ίδιες συντεχνίες των μεγαλοδικηγόρων, των παραγωγών τηλεόρασης και του θεάτρου, των υπουργών, των μεγαλοεπιχειρηματιών, οι οποίοι -κατά κανόνα- ζουν μεταξύ Βορείων Προαστίων, Μυκόνου και Κολωνακίου (του ίδιου εκείνου κόσμου που παρελαύνει στα πρωινάδικα, στα περιοδικά «λάιφ στάιλ» και στα «τοκ σόου»), οι οποίοι βρίσκονται εκεί που βρίσκονται κοινωνικά, όχι παράνομα, με διαπλοκές, φοροδιαφυγή και μίζες, αλλά τίμια και, κυρίως, τραβώντας πάνω τους σαν αλεξικέραυνα όλα τα «παθήματα του Νώε». Άνθρωποι δηλαδή «γεννημένοι για να πετύχουν» όπως οι «λευκοί προτεστάντες» στις αμερικάνικες σαπουνόπερες, ή οι «γονιδιακοί Άριοι» στις ραδιονουβέλες της εποχής του Γ’ Ράιχ. Όποιος λοιπόν δεν πέτυχε, είναι ένας «ανίκανος»...

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2008

Οι παλιές αγάπες πάνε στον Παράδεισο





Μάρω Βαμβουνάκη
Από το βιβλίο της "Οι παλιές αγάπες πάνε στον Παράδεισο"

— Μέλα τον ονειρεύτηκα! Τον ίδιο! Ολοζώντανο. Φορούσε ένα ανοιχτόχρωμο κοστούμι, λίγο παλιωμένο κι ήταν αχτένιστος. Είχε μόλις λέει βγει από μια υπόγεια αποθήκη, όπου για ώρες σκάλιζε να βρει κάποια πράγματα.
Είχε ακουμπήσει σ' ένα δέντρο κι είχε τα χέρια του στις τσέπες.Απ' το δρόμο, δίπλα, δεν περνούσε κανείς. Ερημιά. Μόνο για μια στιγμή φάνηκε ένα αμαξάκι με άλογο,όπως αυτά που υπήρχαν τότε στο νησί. Δεν το έβλεπα αλλά άκουγα τα πέταλα του αλόγου στην άσφαλτο και ήξερα τι ακριβώς ήταν.

Εκείνος είχε τα χέρια του στις τσέπες του σακακιού του και με κοίταζε σα να έκανε με δυσκολία υπομονή.
Με κοίταζε επίμονα λες και περίμενε κάτι από μένα, από καιρό κι εγώ δεν το έκανα. Έδειχνε σχεδόν θυμωμένος. Ήταν βραδάκι, δε φυσούσε καθόλου, δεν κουνιόταν φύλλο. Σα να ήταν από πάντα η ίδια ώρα και να μην προχωρούσε. Ήταν θυμωμένος. Τότε εγώ χάρηκα πάρα πολύ που ήταν θυμωμένος. Για σκέψου! Για να είναι θυμωμένος περιμένει από μένα! Με θέλει, τον ενδιαφέρω!

Ξύπνησα και το ένιωσα, το παραδέχτηκα πως τον αγαπώ. Μονάχα αυτόν αγάπησα. Τόσο τον αγάπησα που φοβήθηκα. Τα ίδια μου τα αισθήματα στραγγάλισαν την καρδιά μου. Έφυγα από δειλία να ζήσω μαζί του και ν' αντέξω τον έρωτα. Πετάχτηκε πάνω.

Η πετσέτα της έπεσε στο πάτωμα. Το κηροπήγιο κουνήθηκε κι ένα απ' τα κεριά έσβησε.

— Είμαι ηλίθια. Ήμουν ηλίθια. Για να μην υποφέρω κοντά του έφυγα μακριά του και κρύφτηκα απ' τη ζωή. Δειλή, δειλή, δειλή κι ανάξια. Ό , τ ι αξίζει πονάει. Ό,τι δεν αξίζει είναι εύκολο. Είχα πάντα ροπή για τα εύκολα και να πού οδηγήθηκα τώρα: Να ψοφάω αργά και σταθερά στη μέση της ζωής μου.

Σε λίγο θα μυρίζω πτωμαΐνη. Ο τοίχος που αισθάνομαι είναι η ταφόπλακα. Ήρθε η ώρα να με πλακώσει.

Εγώ η ίδια πήγα και χώθηκα σε βουνά σκόνες και να τώρα... Ευτυχώς που κοιμόμαστε... Ευτυχώς που υπάρχουν τα όνειρα... Εκεί η βλακεία μας δεν τα καταφέρνει, εκεί τα ψέματα μας παραλύουνε.

Ήρθε και στάθηκε στον ύπνο μου, ακουμπισμένος σ'εκείνο το δέντρο και με κοίταζε. Μου τα θύμισε όλα αυτά που έπρεπε να θυμάμαι. Να δεις πώς με κοίταζε! Πώς με περίμενε...

Έπιασε πάλι με τις δυο παλάμες της το πρόσωπο της και ξέσπασε σε λυγμούς. Όμως ήταν ένα κλάμα αλλιώτικο τώρα. Πιο δυνατό, πιο υγιές. Λυτρωτικό.

— Τον αγαπώ πάντα Μέλα. Είκοσι χρόνια παλεύω να τον αρνηθώ. Τον αγαπώ.
Ακουγόταν μέσα απ' τ' αναφυλλητά της. Είμαι τρελή, το ξέρω!

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2008

Ο Νέος Δικτυακός Λόγος




Νίκος Δήμου
Από την ιστοσελίδα του.

Au fond, voyez-vous, le monde est fait pour aboutir a un beau livre.
(Stéphane Mallarmé)

Όταν ο Mallarmé είπε αυτή τη φράση, δεν μπορούσε να υποπτευθεί πως, σε λιγότερο από έναν αιώνα, η ποιητική του παρομοίωση θα είχε μεταβληθεί σε συγκεκριμένη πραγματικότητα. Ο κόσμος έχει ήδη καταλήξει σε ένα βιβλίο, ένα βιβλίο απέραντο με δεκάδες εκατομμύρια αναγνώστες. Ένα βιβλίο που περιέχει οτιδήποτε δημιούργησε και δημιουργεί η ανθρωπότητα: κείμενα, εικόνες, ήχους - αλλά κυρίως, λόγο, γραπτό λόγο. Το μέγιστο ποσοστό του Internet είναι λέξεις. "Ο κόσμος φτιάχτηκε για να καταλήξει σε ένα βιβλίο" - η μεταφορά που έγινε προφητεία.

Όταν ο Sir Karl Popper χώριζε τον κόσμο σε τρία (Κόσμος Ι: των αντικειμένων στο χώρο, Κόσμος ΙΙ: ο υποκειμενικός, των σκέψεων και των βιωμάτων, Κόσμος ΙΙΙ: των δημιουργημάτων) δεν υποψιαζόταν ότι σε δύο δεκαετίες ο Κόσμος ΙΙΙ θα σελάγιζε πάνω από την ανθρωπότητα σαν δεύτερο σύμπαν. Περιέχει όλα αυτά που είχε περιγράψει ο φιλόσοφος: Επιστημονικές θεωρίες και ποιήματα, πίνακες ζωγραφικής και κοντσέρτα, ακόμα και ταπεινά χρηστικά εγχειρίδια, οδηγίες χρήσεως και χάρτες.

Φυσικά, σαν δεύτερο σύμπαν, το Διαδίκτυο περιέχει - όπως και το πρώτο - άφθονα σκουπίδια. Δεν θα κριθεί από αυτά - όπως δεν κρίνεται η ποίηση από τους κακούς στιχουργούς. Ο επαρκής αναγνώστης μαθαίνει να δικτυοδρομεί και να αποφεύγει την φλυαρία, την ρυπαρογραφία, την προπαγάνδα.

Αλλά το πιο ένδοξο πράγμα στο Internet είναι πως όλοι μπορούν να γράψουν σε αυτό το βιβλίο. Αντίθετα με τα μονόδρομα Μαζικά Μέσα (ακόμα και το βιβλίο είναι ένα από αυτά…) που μας μεταμορφώνουν σε δέκτες, στον Παγκόσμιο Ιστό ο καθένας μπορεί να είναι και πομπός. Έχει επέλθει μία νέα άνθιση του Λόγου, φυτρώνουν εκατοντάδες ατομικά έντυπα, εφημερίδες, βιβλία και περιοδικά των κυμάτων. Παλιά κλασικά κείμενα διασταυρώνονται με καινούργια, ανατρεπτικά. Οι κυβερνοποιητές (cyberpoets) είναι οι τροβαδούροι της νέας εποχής. Με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ξανανθίζει η τέχνη της αλληλογραφίας

Οι δικτυωμένοι υπολογιστές είναι η μεγαλύτερη επανάσταση στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού - πολύ πιο σημαντική από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Θα αλλάξουν (ήδη αλλάζουν) τον τρόπο που εργαζόμαστε, που επικοινωνούμε, που ζούμε. Ξέρω ότι πολλοί βλέπουν με δυσπιστία, ακόμα και με εχθρότητα αυτές τις αλλαγές. Αλλά ακόμα και αυτοί, δεν θα μπορούσαν να αρνηθούν την παρουσία του Νέου Δικτυακού Λόγου.

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2008

Η Κόρινθος, ο Τοτός και η μάντρα ...




Korinthius Maximus
Περιοδικό MyPress - Τεύχος 2 - Οκτώβριος 2008

Σε ένα από τα « all time classic » ανέκδοτα του λαοφιλούς Τοτού γίνεται λόγος για τη … μάντρα. Θυμίζω λίγο την αρχή του για όσους πιθανώς δεν το θυμούνται :
Ο Τοτός γράφει μια έκθεση με θέμα "Πως περνάω τη μέρα μου" : « Σηκώνομαι το πρωί στις 7:30, κάνω ντους, τρώω το πρωινό μου, πηδάω τη μάντρα, πάω στο σχολείο. Το μεσημέρι, γυρνάω απ' το σχολείο, πηδάω τη μάντρα, τρώω το μεσημεριανό φαγητό μου. Μετά κάνω τα μαθήματα μου, πηδάω τη μάντρα, πάω στο μάθημα των αγγλικών. Γυρνάω σπίτι, πηδάω τη μάντρα, κάθομαι διαβάζω λίγο. Το βράδυ, πηδάω τη μάντρα κι ύστερα πηγαίνω με τους φίλους μου για μπάσκετ, ή καμιά βόλτα ή σινεμά. Γυρίζω σπίτι, πηδάω τη μάντρα, και πέφτω για ύπνο. »

Άσχετα με το πώς εξελίσσεται το ανέκδοτο με τον Τοτό, οι κάτοικοι της Κορίνθου έχουν τη δική τους μάντρα για την οποία μπορούν να κάλλιστα να κάνουν μια αντίστοιχη αφήγηση. Πολλοί όταν πηγαίνουν στη δουλειά τους περνάνε από τη μάντρα, όταν θέλουν να πάνε για έναν καφέ ή ένα ποτό στο Λουτράκι περνάνε από τη μάντρα, όταν μπαίνουν ή βγαίνουν από την πόλη βλέπουν τη μάντρα, όταν περιμένουν με τις ώρες έξω από το Ι.Κ.Α. ατενίζουν προς τη μάντρα, όταν θέλουν να επισκεφτούν το ραδιοφωνικό σταθμό MyRadio πηγαίνουν απέναντι από τη μάντρα και ούτω καθεξής.

Συζητάμε για τη μάντρα που απλώνεται επιβλητικά, ως ένα κακέκτυπο του Σινικού Τείχους, στην είσοδο της πόλης από τη διασταύρωση της Ποσειδωνίας μέχρι τις γραμμές του τρένου. Μια μάντρα που εδώ και πολλά πολλά χρόνια στοιχειώνει τα όνειρα των Κορινθίων για μια πόλη ελκυστική πρώτα για τους ίδιους και μετά για τους επισκέπτες. Μια μάντρα που έχει πολλές φορές παρουσιάσει προβλήματα και έχει ανακατασκευαστεί ή επιμηκυνθεί. Που το μόνο που κάνει αυτή τη στιγμή είναι να κρύβει κάποια ετοιμόρροπα παλιά κτίσματα του Ο.Σ.Ε. και την εικόνα εγκατάλειψης στο χώρο που κάποτε στάθμευαν βαγόνια και συντηρούνταν. Πίσω από τη μάντρα μόνο εικόνες ντροπής μπορεί να καταγράψει κανείς με σκουπίδια και υπολείμματα μιας άλλης εποχής. Μια μικρή χαβούζα κρύβεται πίσω από τη μάντρα και μια πληγή για την πόλη μένει ανοιχτή εδώ και πάνω από μια εικοσαετία σχεδόν.

Ο παλιός σταθμός πλέον ουσιαστικά δε λειτουργεί ή ακόμα και αν λειτουργήσει κάποια στιγμή ξανά δεν υπάρχει κανένας λόγος να δεσπόζει μπροστά του αυτή η τσιμεντένια αηδία. Το γκρέμισμα της μάντρας αυτής θα μπορούσε να επιφέρει κρίσιμες αισθητικές αλλαγές για ολόκληρη την πόλη αλλά και για την ψυχολογία των κατοίκων και των επισκεπτών της. Θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένας όμορφος χώρος πρασίνου και ο παλιός σταθμός να λειτουργήσει είτε ως πολιτιστικό κέντρο, ως μουσείο ή οτιδήποτε άλλο κοινωφελές (δεν υπάρχουν και τόσα πολλά τέτοια στην πόλη άλλωστε …).

Θα μπορούσαν να γίνουν όμορφες παρεμβάσεις και ο επισκέπτης να αντικρίζει μια ωραία εικόνα στη «βιτρίνα» ουσιαστικά της πόλης, μιας πόλης που φέτος κλείνει 150 χρόνια ζωής. Μιας πόλης που ως έμβλημά της έχει τον Πήγασο και τον έχει περιορίσει ορθώνοντας αυτό το τσιμεντένιο τείχος.

Πριν από λίγες ημέρες ο Υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών κος Κωστής Χατζηδάκης επισκέφτηκε την πόλη της Κορίνθου με αφορμή την εκδήλωση της ΟΝΝΕΔ Κορινθίας για το Διαδίκτυο και τις Νέες Τεχνολογίες. Μεταξύ πολλών θεμάτων που του τέθηκαν από τους φορείς ήταν και αυτό του παλιού σταθμού του Ο.Σ.Ε. με όλα του τα παρελκόμενα (ας αντιμετωπίσουμε ως τέτοιο τη μάντρα …). Ο ίδιος αναγνώρισε το πρόβλημα και υποσχέθηκε πως σε συνεργασία με τους εμπλεκόμενους φορείς θα προβεί στις απαραίτητες ενέργειες ώστε να διευθετηθεί το θέμα.

Σημαντικό επίσης πρόβλημα της πόλης που τέθηκε στον Υπουργό ήταν και η διασταύρωση του Λεχαίου λίγο μετά την παλιά Σωληνουργεία. Ένα σημείο όπου έχουν χαθεί αρκετές ζωές και όπου καθημερινά όλοι μας προκαλούμε την τύχη μας προσπαθώντας να χρησιμοποιήσουμε τη διασταύρωση. Ειδικά όσοι βγαίνουν προς την παλαιά Εθνική Κορίνθου-Πατρών από το Λέχαιο από αυτή τη διασταύρωση, κάνουν και ένα σταυρό πριν πατήσουν το γκάζι καθώς η ορατότητα είναι ελάχιστη προς το ρεύμα που κατευθύνεται προς την Κόρινθο. Το αίτημα είναι απλό και αντικειμενικά η λύση δεν απαιτεί δα και καμιά πολυσχιδή διαπραγμάτευση ή συμφωνία. Απλά βούληση χρειάζεται και από ότι γράφτηκε και στον τοπικό τύπο το θέμα φαίνεται ότι θα λυθεί γρήγορα. Χρειάζεται να κατασκευαστεί ένας δρόμος δίπλα στις «εγκαταλελειμμένες» γραμμές που θα λειτουργεί ως παράκαμψη και θα περνά κάτω από την ανισόπεδη γέφυρα. Πρακτικά μιλάμε για χαλίκια, άσφαλτο, μια δυο μπουλντόζες και έναν οδοστρωτήρα. Μια καλύτερη δηλαδή εκδοχή αυτού που έγινε κατά την περίοδο της Έκθεσης του Επιμελητηρίου και που προς τιμήν του Προέδρου του δημιουργήθηκε υποτυπωδώς μέσα σε λίγες ημέρες κάτι που δεν μπόρεσαν να υλοποιήσουν δεκάδες «φωστήρες» στο πέρασμα των ετών.

Αρκεί βέβαια για όλα τα θέματα οι υπεύθυνοι να μην ολιγωρήσουν και να μη θεωρήσουν – όπως δυστυχώς συμβαίνει συνήθως – ότι επιτέλεσαν το χρέος τους απλώς αναφέροντας το θέμα στους ανωτέρους.

Και τα δύο θέματα που προαναφέρθηκαν είναι νευραλγικά για την Κόρινθο. Το πρώτο θέμα για λόγους καλαισθησίας, για λόγους πρακτικούς για την πόλη, για λόγους μιας ανθρώπινης κοινωνίας την οποία πολλοί ευαγγελίζονται αλλά ελάχιστοι πραγματοποιούν και βάζουν πλάτη για να επιτευχθεί. Το δεύτερο για λόγους (χωρίς υπερβολή) ζωής και θανάτου.
Ας ελπίσουμε ότι κανείς δεν θα ξεχάσει και κανείς δεν θα ολιγωρήσει. Ότι κανείς τελικά δε θα ακολουθήσει τα γνωστά ελληνικά μονοπάτια του άκρατου ωχαδερφισμού …

Εις το επανιδείν …


Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2008

Παγίδα ρευστότητας και δημόσιο χρέος



Χρύσανθος Λαζαρίδης
Συντάκτης Ελεύθερου Τύπου - Από το blog του - 30/11/2008

Υπάρχει μια παλιά ξεχασμένη έννοια στα οικονομικά που σήμερα γίνεται επίκαιρη: η παγίδα ρευστότητας. Η ρευστότητα –δηλαδή η ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί στην οικονομία– είναι σαν το αίμα στον ανθρώπινο οργανισμό. Αν λείψει η ρευστότητα, σταματάει η οικονομική λειτουργία, όπως αν λείψει το αίμα, επέρχεται ο θάνατος.

Κι όταν το αίμα σταματάει να κυκλοφορεί, διότι δημιουργήθηκε ένας θρόμβος ή έκλεισε μια κεντρική αρτηρία, ο οργανισμός πεθαίνει. Το ίδιο και με το χρήμα: Αν κάπου «λιμνάσει» και δεν κυκλοφορεί, τότε επέρχεται, όχι απλή ύφεση, αλλά κατάρρευση της οικονομίας.
Πού μπορεί να λιμνάσει η ρευστότητα της οικονομίας; Στις τράπεζες.
Γιατί λιμνάζει; Διότι δεν υπάρχει κατανάλωση, δεν υπάρχει επένδυση, διογκώνεται συνεχώς η ανεργία, οι τιμές υποχωρούν και ουδείς προβαίνει σε αγορές πέρα από τα απολύτως απαραίτητα. Αφού όλοι προσδοκούν ότι αύριο θα βρουν φθηνότερες τιμές ...

Οι Αρχές διαπιστώνουν τότε ότι ένα εργαλείο τους οικονομικής πολιτικής –η προσφορά χρήματος– αχρηστεύεται. Δεν έχει νόημα να αυξήσουν την προσφορά χρήματος διότι χρήμα υπάρχει, απλώς δεν κυκλοφορεί, λιμνάζει στις τράπεζες. Ακόμα και με μηδενικά επιτόκια, ουδείς δανείζεται. Αυτή είναι η «παγίδα ρευστότητας».

Τότε γίνεται απαραίτητη μια «εξωγενής παρέμβαση» που θα κυκλοφορήσει χρήμα στην αγορά. Είτε παρακάμπτοντας την «παγίδα ρευστότητας» με απευθείας δαπάνες του κράτους, που προχωρά σε δημόσια έργα, δημιουργεί θέσεις εργασίας και προσφέρει εισόδημα. Είτε ξεμπλοκάροντας την «παγίδα ρευστότητας» ενθαρρύνοντας ή εξαναγκάζοντας τις τράπεζες να ανοίξουν τις κάνουλες του χρήματος στην αγορά, ώστε να πάψει να λιμνάζει.

Η πρώτη αντίδραση στην πρόσφατη διεθνή κρίση ήρθε να αποκαταστήσει τη ρευστότητα των τραπεζών που κινδύνευαν (αρχικό Σχέδιο Πόλσον και Σχέδιο Μπράουν). Τώρα υπάρχει ρευστότητα αλλά μένει παγιδευμένη στις τράπεζες. Κι ενεργοποιείται πλέον η δεύτερη αντίδραση, ώστε να παρακαμφθεί ή να ξεμπλοκάρει η «παγίδα ρευστότητας». Όμως, όταν τα κράτη είναι υπερχρεωμένα δεν είναι εύκολο να παρακάμψουν την «παγίδα ρευστότητας», δεν είναι εύκολο να επέμβουν απευθείας στην αγορά και να δημιουργήσουν ενεργό ζήτηση. Μπορούν μόνο να ξεμπλοκάρουν τη ρευστότητα των τραπεζών ...

Η Ελλάδα είναι υπερχρεωμένη. Γι’ αυτό κι είναι αναγκασμένη είτε να αξιοποιήσει την ανενεργή δημόσια περιουσία είτε να ξεμπλοκάρει τη ρευστότητα που είναι παγιδευμένη στις τράπεζες – να ξεμπλοκάρει την «παγίδα ρευστότητας», αντί να την παρακάμψει.

Να ξεμπλοκάρει το τραπεζικό σύστημα σε πρώτη φάση. Και να αξιοποιήσει την ανενεργή δημόσια περιουσία, ώστε να δημιουργήσει ενεργό ζήτηση και να μειώσει το δημόσιο χρέος μεσοπρόθεσμα…
Αν συμβεί αυτό, τότε η κρίση θα έχει λειτουργήσει λυτρωτικά για την ελληνική οικονομία.

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2008

Αφαλάτωση - Το νερό του μέλλοντός μας




Αφροδίτη Πολίτη
Περιοδικό Έψιλον Ελευθεροτυπίας 30/11/2008

"Πάρτε μαζί σας νερό. Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία" προειδοποιούσε ο ποιητής, και εμείς νομίζαμε ότι το έλεγε μεταφορικά. Και να που το φάντασμα της ερημοποίησης πλανιέται πάνω από στεγνούς κάμπους και ξερά νησιά· η λειψυδρία δεν είναι μόνο απειλή, αλλά πραγματικότητα.
Οι πόλεμοι του νερού θα είναι οι πόλεμοι του 21ου αιώνα, εκτιμούν οι αναλυτές, καθώς ήδη σε περιοχές όπου το νερό σπανίζει ζουν πάνω από 1 δισ. άνθρωποι - αριθμός που θα αγγίξει το 1,8 δισ. έως το 2025, σύμφωνα με προβλέψεις του ΟΗΕ. Σε ένα άνυδρο τοπίο περιπλανιέται και ο τελευταίος Τζέιμς Μποντ στο «Quantum of Solace», κυνηγώντας έναν υπέρκακό που ξεζουμίζει τον υδροφόρο ορίζοντα της Βολιβίας και καταδικάζει τους φτωχούς χωρικούς να πεθάνουν από τη δίψα.

Πού στρέφουμε, λοιπόν, τις ελπίδες μας για να μην πούμε το νερό νεράκι; Στα ανεξάντλητα αποθέματα θαλασσινού νερού, που αποτελούν το 97% του νερού που υπάρχει στον πλανήτη που, όμως, δεν μπορούμε ούτε να το πιούμε, ούτε να λουστούμε, ούτε πολύ περισσότερο να ποτίσουμε τα χωράφια μας μ' αυτό, καθώς τα άλατα θα καταστρέψουν τη γη. Η αφαλάτωση είναι μια λύση που υπόσχεται πολλά, αλλά και μια μέθοδος που συνεχώς εξελίσσεται. «Αν μπορούσαμε να βγάλουμε φτηνό καθαρό νερό από το θαλασσόνερο», είχε πει ο Τζον Φ. Κένεντι 50 χρόνια πριν, «θα είχαμε προσφέρει τεράστια υπηρεσία στην ανθρωπότητα, που θα υποσκέλιζε κάθε άλλη επιστημονική ανακάλυψη».

Σήμερα, σύμφωνα μετά στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Αφαλάτωσης, υπάρχουν 13.080 μονάδες αφαλάτωσης σε όλο τον κόσμο, οι οποίες παράγουν περισσότερο από 50 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού καθημερινά - ούτε καν το 0,5% της παγκόσμιας κατανάλωσης νερού. Τα αισιόδοξα σενάρια προβλέπουν την παραγωγή αυτή να διπλασιάζεται τα επόμενα 8 χρόνια, και να φτάνει τα 109 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερό καθημερινά - περίπου 109 φορές τις ανάγκες του Παρισιού σε πόσιμο νερό. Προς το παρόν, το μισό αφαλατωμένο νερό παράγεται σε χώρες της Μέσης Ανατολής, δεδομένου ότι η αφαλάτωση απαιτεί μεγάλες ποσότητες ενέργειας, γι' αυτό προτιμάται σε χώρες με ελάχιστο νερό και πολύ πετρέλαιο.

Ομως, η τεχνολογία της αφαλάτωσης προοδεύει διαρκώς, και νέες πιο οικονομικές και φιλικές προς το περιβάλλον λύσεις αντικαθιστούν τις παλαιότερες ρυπογόνες και δαπανηρές εγκαταστάσεις, ενώ ήδη το κόστος παραγωγής αφαλατωμένου νερού έχει μειωθεί κατά 50% τα τελευταία 20 χρόνια. Η παλαιότερη μέθοδος αφαλάτωσης είναι η θερμική - που μοιάζει με την παραδοσιακή μέθοδο της απόσταξης, γνωστής ήδη από τον Αριστοτέλη. Το νερό εξατμίζεται και μετά υγροποιείται, καθαρό από άλατα. Η πιο πρόσφατη μέθοδος χρησιμοποιεί την ανάστροφη όσμωση, με το θαλασσινό νερό να περνά με πίεση από μεμβράνες που συγκρατούν τα σωματίδια και το αλάτι.

Για οικολογικές οργανώσεις, όπως η WWF καμία από τις δύο αυτές πρακτικές δεν θεωρείται πανάκεια, αφού εξακολουθούν να είναι ενεργοβόρες (3.000 σπίτια μπορούν να ηλεκτροδοτηθούν με την ενέργεια που χρειάζεται μια μονάδα αφαλάτωσης), μπορεί να επιβαρύνουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, ενώ δημιουργείται πρόβλημα με τη διαχείριση των αλμυρών καταλοίπων. Γι' αυτά τα προβλήματα υπάρχουν λύσεις, όπως η χρησιμοποίηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Ηδη στην Ελλάδα διαθέτουμε την οικολογική μονάδα αφαλάτωσης «Υδριάδα» στο νησάκι Ηράκλεια, στις Μικρές Κυκλάδες. Η πρωτότυπη αυτόνομη πλωτή μονάδα αφαλάτωσης, που λειτουργεί με αιολική και ηλιακή ενέργεια, βραβεύθηκε πρόσφατα από την Ε. Ε. και έχει πάρει το όνομα της από τις νύμφες του νερού της ελληνικής μυθολογίας. Μία «Υδριάδα» μπορεί να μην αρκεί για να μας σώσει από τη λειψυδρία, τρέφει όμως τις ελπίδες μας για ένα μέλλον με λιγότερη ξηρασία.