Γιώργος Λακόπουλος
Αρθρογράφος
Άρθρο του στην εφημερίδα "Τα Νέα" - 23/3/2012
Ιστολόγιο περιοδικής αρθρογραφίας από το Νομό Κορινθίας και όχι μόνο.
Ολο και περισσότεροι αναλυτές, οικονομικοί παράγοντες και διεθνείς πολιτικές προσωπικότητες, με σαφή και αναμφισβήτητο ευρωπαϊκό προσανατολισμό, ασκούν κριτική στη «συνταγή» σωτηρίας της Ελλάδας, αλλά και των άλλων ευρωπαϊκών χωρών που αντιμετωπίζουν αντίστοιχα προβλήματα. Ο «κοινός παρονομαστής» της κριτικής που ασκείται είναι ότι η επιλογή της σκληρής «εσωτερικής υποτίμησης» επιτείνει την ύφεση, μεγαλώνει το δημόσιο χρέος, μειώνει τα έσοδα και καθιστά αναγκαία τα συνεχόμενα «πακέτα στήριξης» από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό σημαίνει ένα εξαιρετικά υψηλό κόστος διατήρησης της Ευρωζώνης, που θα αυξάνει επικίνδυνα στο μέλλον, μέχρι που δεν θα μπορεί στο τέλος να το αντέξει...
Δηλαδή, εκτιμάται από όλο και περισσότερους ειδικούς και πολιτικούς ότι η «συνταγή» είναι και «ακριβή» και «αναποτελεσματική». Ακόμα κι αν σε ορισμένες χώρες, όπως η Ελλάδα, οι δημοσιονομικές προσαρμογές (με άλλη δοσολογία) και οι μεταρρυθμίσεις είναι αναγκαίες προϋποθέσεις, χωρίς σαφείς αναπτυξιακές επιλογές, έναν μόνιμο ευρωπαϊκό μηχανισμό λογικής δανειοδότησης των προβληματικών χωρών και πολιτικές ευρωπαϊκής ενοποίησης, η κρίση δεν αντιμετωπίζεται. Αυτή είναι η κεντρική ευρωπαϊκή και διεθνής κριτική στις πολιτικές της κ. Μέρκελ και του κ. Σαρκοζί, που παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις. Γύρω μάλιστα από αυτήν αναπτύσσονται πολλές και διάφορες επιμέρους προτάσεις (μορφές ευρωπαϊκής ενοποίησης, ευρωομόλογο, άλλη λειτουργία της ΕΚΤ, ανακεφαλαιοποίηση του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος κλπ.). Το «κοινό μοτίβο» είναι ότι επί τρία χρόνια οι «Μερκοζί» ακολουθούν τις πιο λάθος πολιτικές, που αντί να περιορίσουν την κρίση τη διεύρυνουν και ενέπλεξαν όλη την Ευρωζώνη σε μια μεγάλη περιπέτεια, ρίχνοντας με τις πολιτικές τους συνεχώς «λάδι στη φωτιά». Η «εσωτερική υποτίμηση» λειτουργεί ευεργετικά σε χώρες με σημαντικό εξαγωγικό προσανατολισμό. Σε χώρες όμως σαν την Ελλάδα, που δεν έχουν τέτοια στοιχεία, μια «μεγαλύτερη του δέοντος» υποτίμηση λειτουργεί για την οικονομία καταστροφικά...
Δυστυχώς ο ελληνικός πολιτικός επαρχιωτισμός τα αγνοεί όλα αυτά. Αφού μας οδήγησε στο αδιέξοδο και αφού απεδείχθη ανίκανος να διατυπώσει ένα σοβαρό, πειστικό και διαπραγματεύσιμο εθνικό μεταρρυθμιστικό σχέδιο, καταφεύγει ?εν όψει εκλογών? σε πολιτικά ευτελή υποδείγματα του τύπου «αν είσαι με την Ευρώπη, πρέπει να είσαι και υπέρ των... μέτρων» κ.ο.κ., όταν η ευρωπαϊκή δημόσια συζήτηση θέτει σε αμφισβήτηση τις πολιτικές αυτές και όταν όλοι εμείς οι αποδέκτες αυτής της πολιτικής βλέπουμε καθημερινά τις καταστροφικές πλευρές της... Οι χώρες δεν διοικούνται με «διλήμματα τρόμου» ούτε με μονοσήμαντες «σωτηριολογικές» προσεγγίσεις, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για πολιτικές επιλογές με σαφή κοινωνικά χαρακτηριστικά και επιπτώσεις...
Να ήταν η μόνη περίπτωση... Φοιτητές θυμούνται λαμπρούς ακαδημαϊκούς δασκάλους στα αμφιθέατρα, δασκάλους που αγαπούσαν και σέβονταν. Χάθηκαν και αυτοί όταν μπήκαν στο μπλέντερ της πολιτικής, έγιναν ένα με τον μικρότερο δυνατό κοινό παρονομαστή σε μια αδηφάγο προσπάθεια να ικανοποιήσουν κάθε συνομιλητή τους. Μόρφωση, ήθος, επίπεδο σκέψης, όλα χάθηκαν με μαγικό τρόπο στο όνομα του κυνηγιού του σταυρού. Είναι προφανές ότι οι κομματικοί και πελατειακοί μηχανισμοί είναι ασύλληπτα ισοπεδωτικοί και λιώνουν κάθε ψίχουλο πρωτότυπης σκέψης, ευθυκρισίας και επαγγελματισμού. Θολώνουν το μυαλό και του πιο σοβαρού ανθρώπου, ο οποίος αντί να σκέπτεται πώς θα λύσει τα προβλήματα που θα κληθεί να διαχειρισθεί, γυρνάει στα πανηγύρια και τα καφενεία.
Η χώρα, όμως, έχει ανάγκη από ανθρώπους που θα λύσουν προβλήματα. Εχει πληρώσει τους άσχετους δημάρχους, οι οποίοι δεν ήξεραν πώς να κάνουν αίτηση για κοινοτικά κονδύλια και τους υπουργούς οι οποίοι ξέχασαν ό,τι έμαθαν στην πραγματική ζωή και έγιναν κομματικά εξαρτήματα. Πώς θα γίνει αυτό;
Ενας τρόπος είναι να καθιερωθεί το ασυμβίβαστο υπουργικής και βουλευτικής ιδιότητας έτσι ώστε να μπορεί ένας πρωθυπουργός να διορίσει υπουργούς με κύρος και εμπειρία χωρίς να τους θέτει απαραίτητα στη δοκιμασία του σταυρού. Αλλος τρόπος είναι η αύξηση του αριθμού των βουλευτών που εκλέγονται με λίστα έτσι ώστε να αξιοποιούν τα κόμματα άξιους ανθρώπους, οι οποίοι μπορεί ενδεχομένως να μη στέκονταν σε τηλεοπτικό παράθυρο απέναντι στον ανεμιστήρα του άκρατου λαϊκισμού.
Πρέπει, πάντως, να βρεθεί μια λύση. Πληρώνουμε ακριβά τα ταμπού που δημιουργήσαμε. Σε όλο τον κόσμο π.χ. ένας έμπειρος άνθρωπος μπορεί να εναλλάσσεται μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Εδώ αρχίζουν αμέσως οι φωνές και οι διαμαρτυρίες, λες και οι πολιτικοί και τα διάφορα κομματικά παρελκόμενα είναι άσπιλα και άμοιρα ειδικών σχέσεων με συμφέροντα.
Το κακό είναι ότι περνάμε μία φάση όπου είναι λίγοι οι σοβαροί άνθρωποι που θέλουν να ασχοληθούν με την πολιτική. Τα χρήματα είναι λίγα, το ρίσκο τεράστιο και η φήμη του επαγγέλματος... Χωρίς όμως νέα πρόσωπα και χωρίς επαγγελματίες σε κρίσιμες θέσεις δεν πάμε πουθενά. Τα κόμματα που θέλουν να μας κυβερνήσουν πρέπει να τους βρουν, να τους πείσουν, να τους εμπνεύσουν, να μπορέσουν να τους πληρώσουν αν τους αναθέσουν κυβερνητικό έργο και να τους προστατεύσουν απέναντι στον εσμό των «μαμουνιών», που θα θελήσουν να τους υπονομεύσουν από την πρώτη ώρα. Α, ναι, και για να μην το ξεχάσω, ας βρουν και ένα «εμβόλιο» που θα τους προστατεύσει από τον ιό που έχει μετατρέψει εκατοντάδες σοβαρούς ανθρώπους σε αγνώριστους πολιτικάντηδες...
«Να το δούμε και να μην το πιστέψουμε», όπως θα έλεγε ο Θωμάς εμπνεόμενος από τη λαϊκή θυμοσοφία. Να δούμε δηλαδή αν το Ιντερνετ θα πετύχει εκεί όπου απέτυχαν οι θρυλικοί τελαρομάχοι, οι συνεταιρισμοί (όσοι δεν ήταν σκέτες σφραγίδες, κατασκευασμένες προς απομύζηση κοινοτικών επιδοτήσεων), τα εκ γενετής εθελοτυφλούντα Παρατηρητήρια Τιμών, οι χελωνοπρεπώς σπεύδουσες αγορανομίες, οι υπουργοί που επιχειρούσαν «αιφνιδιαστικές επιθεωρήσεις» συνοδευόμενοι από μόλις έξι κάμερες. Να δούμε αν θα φτάσουμε να αγοράζουμε την πατάτα σαν πατάτα και όχι σαν φράουλα και τα πορτοκάλια σαν πορτοκάλια και όχι σαν μήλα των Εσπερίδων.
Δυσκολεύομαι να δεχτώ το νέο δόγμα, ότι οι επαναστάσεις στις αραβικές χώρες ή τα κινήματα στη Δύση εκδηλώνονται επειδή τα εκμαιεύει και τα καθοδηγεί το Ιντερνετ, όπως υποστηρίζουν αρκετοί λάτρεις των νέων μέσων. Πρώτο αίτιο και πρώτο κινούν παραμένει η κοινωνία και οι ανάγκες της, όχι η επικοινωνία και οι βλέψεις της. Και πριν από τον Γουτεμβέργιο γίνονταν εξεγέρσεις και πριν από το Ιντερνετ επίσης. Το Ιντερνετ έρχεται πάνω στην υπάρχουσα κοινωνική διαθεσιμότητα, όχι πριν· δεν τη γεννάει. Ακριβώς όπως οι άνθρωποι δεν γεννούν επειδή υπάρχουν εμβρυουλκοί· για άλλους λόγους το αποφασίζουν.
Αν λοιπόν δεν έφτανε ο κόμπος στο χτένι για τους πατατοπαραγωγούς του Νευροκοπίου και της Θήβας και αν, στον θυμό τους επάνω, δεν φόρτωναν τις πατάτες στα αγροτικά για να τις χαρίσουν σε Αθηναίους και Θεσσαλονικείς, όσο κι αν προσπαθούσαν να τους «κατεβάσουν στους δρόμους» κάποιοι πληκτρολογώντας επαναστατικά συνθήματα στο κομπιούτερ τους, τίποτα δεν θα γινόταν. Και σαν καταναλωτές θα συνεχίζαμε να πιστεύουμε πως είναι μοιραίο να κοστίζει ένα προϊόν πέντε λεπτά στο χωράφι, στο δε πιάτο μας πέντε ευρώ.
Στη συνθήκη που διανύουμε, η κοινωνική διαθεσιμότητα έχει το όνομα της ανάγκης, που επιδεινώνεται καθημερινά, για τα πιο αδύναμα στρώματα δε είναι ήδη αφόρητη. Οι «άτιμες οι τιμές», κατά το κοινώς λεγόμενο, εξανεμίζουν ό, τι αφήνει πίσω της η «κοινωνική πολιτική» των πρασινογάλαζων συγκυβερνώντων, που συνεχίζουν να παίζουν το τηλεοπτικό παιχνίδι της «σύγκρουσής» τους, σαν να μη βλέπουν ότι δεν υπάρχει κοινό. Αυτή ακριβώς η ανάγκη στήνει νέα δίκτυα συναλλαγών, αδιαμεσολάβητα και ακαπέλωτα, ώστε τουλάχιστον τα αγροτικά προϊόντα (ένα μέρος τους) να φτάνουν στους καταναλωτές (και πάλι, σε ένα μέρος τους) σε τιμές συμβατές με την πραγματική αξία τους και την πραγματική αντοχή του βαλαντίου μας. Το εγχείρημα αυτό, όπως έδειξαν τα ανάλογά του σε άλλες χώρες, έχει τα όριά του. Αλλά όσο νουνεχείς μπορούμε να είμαστε ακόμα, με όσα συμβαίνουν, οφείλουμε να το εμπιστευόμαστε περισσότερο από όσο τους καλούς ανθρώπους των υπουργείων, που κόπτονται βέβαια για το καλό μας, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα κόψουν και τις παλιές πελατειακές τους συνήθειες.
Ο μεν κ. Σαμαράς, γιατί ξέρει ότι μετά την «πολιτική στροφή» που έκανε, εάν παραταθεί ο βίος της κυβέρνησης Παπαδήμου, το δημοσκοπικό προβάδισμα της ΝΔ θα κινδυνεύσει. Ενώ δεν αποκλείεται ο χρόνος να λειτουργήσει καταλυτικά υπέρ της παρουσίας νέων κομμάτων ή σχημάτων στον κεντροδεξιό χώρο και εκ δεξιών και εκ του κέντρου πέραν των αναγγελθέντων. Εξ ου και βιάζεται να πάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων, με γρήγορη προσφυγή στις κάλπες.
Οχι ότι αυτό δεν ενέχει κινδύνους... Ετσι κι αλλιώς, στη σημερινή Ελλάδα, όλα τα «πολιτικά» είναι επικίνδυνα! Αρα όλα τα κρίνουν συγκριτικά για τον «μικρό» και όχι τον «μεγάλο χρόνο»...
Και ο Βενιζέλος, επίσης, βιάζεται, καθώς επιχειρεί μια πολιτικά ριψοκίνδυνη στρατηγική. Προσπαθεί να «επενδύσει» στο πρόσωπό του τη «σωτηρία» της χώρας, με την έννοια της «σταθεροποίησης» και μιας «νέας αφετηρίας», καθώς γνωρίζει ότι η συνέχεια θα περάσει από πολύ «δύσκολες στιγμές», με δεδομένες πολλές αβεβαιότητες ως προς το πού θα καταλήξει. Επιπλέον, τα ενδεχόμενα «νέα ρήγματα», στον χώρο του ΠΑΣΟΚ, εν πολλοίς είναι αναπόφευκτα. Λέω... νέα ρήγματα, γιατί ήδη το πιο μεγάλο είναι ο... Κουβέλης και η Δημοκρατική Αριστερά! Αρα, εκλογές θέλουν και ο Σαμαράς και ο Βενιζέλος. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο, πιο ουσιαστικό. Μετά την κοινή ψήφιση των «νέων συμφωνιών» από ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, μεταξύ των δύο κομμάτων υπάρχει μια δέσμευση στήριξης (και με υπογραφές) του «νέου προγράμματος», που έχει διάρκεια τουλάχιστον μέχρι και το 2014, δηλαδή σε χρόνους και μετά τις εκλογές. Με «αποχρώσεις» πιθανώς, αλλά το «χρώμα» θα είναι ίδιο. Κατά συνέπειαν, παρά τις μεταξύ τους ανακατατάξεις από πλευράς εκλογικής ισχύος, κάποια μορφή «συγκατοίκησης» μεταξύ τους είναι δεδομένη. Συνιστά την «εγγύηση» του συμφωνηθέντος προγράμματος.
Το είπε καθαρά ο Ανδρέας Λοβέρδος: «Βεβαίως και πρέπει να στηρίξουμε τη ΝΔ, εάν είναι πρώτο κόμμα και αυτό είναι ένα μήνυμα που πρέπει να εκπέμπεται στο εξωτερικό». Αυτό, όμως, προσδιορίζει και τον τύπο και τα όρια της μεταξύ τους πολιτικής αντιπαράθεσης. Ο Σαμαράς θα κάνει κριτική στο «πρώτο μνημόνιο» και ο Βενιζέλος θα επικαλείται την επιτυχία του... «δεύτερου»!
Αρμόδιοι αξιωματούχοι στην Ουάσιγκτον και στις Βρυξέλλες, αλλά και εγχώριοι εκπρόσωποι των θεσμών που καθορίζουν την πορεία των εξελίξεων όπως και διπλωμάτες ισχυρών χωρών που εμπλέκονται στην όλη διαδικασία, καταθέτουν σε ιδιωτικές συζητήσεις έναν διάχυτο προβληματισμό για την αφερεγγυότητα των Ελλήνων πολιτικών ηγετών και την αβεβαιότητα της «επόμενης μέρας». Αλλωστε, είναι ένα ζήτημα που πολλοί Ευρωπαίοι, με πιο ηχηρή την περίπτωση του κ. Σόιμπλε, εγείρουν και δημοσίως. Ως συχνός αποδέκτης αυτού του κλίματος, επιχειρώ μια σύνοψη των δεδομένων που πιστεύω ότι δεν μπορούν να αγνοούν όσοι ασχολούνται με τη χώρα μας. Η ελληνική Βουλή υπερψήφισε με συντριπτική πλειοψηφία δύο τρίτων τη συμφωνία και τα επώδυνα μέτρα που αυτή περιλαμβάνει, ενώ με δεδομένη την πρόθεση πολλών εκ των διαγραφέντων βουλευτών να επιστρέψουν στα κόμματά τους, είναι πιθανό να καταγραφούν ακόμη μεγαλύτερες πλειοψηφίες κατά τη συζήτηση και ψήφιση των εφαρμοστικών νόμων.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τον έντονο σκεπτικισμό πολλών συνομιλητών, εντός και εκτός Ελλάδας, για τη στάση του Αντώνη Σαμαρά, νομίζω ότι δεν πρέπει να αγνοούν ή να υποβαθμίζουν το γεγονός ότι πέρα από κάποιες επιμέρους δηλώσεις του, στις οποίες εστιάζουν ίσως υπερβολικά, είναι σαφές ότι ο αρχηγός της Ν.Δ. υπερψηφίζοντας το δεύτερο Μνημόνιο έκανε μια μείζονα στρατηγική επιλογή η οποία είχε πολιτικό κόστος για τον ίδιο, καθώς οδήγησε σε ακρωτηριασμό της παράταξής του. Κάποιοι επιμένουν να μην ξεχνούν τη στάση του κατά την προηγούμενη διετία και η θέση τους αυτή είναι κατανοητή και σεβαστή. Ομως, θα ενημέρωναν πιο αντικειμενικά και σφαιρικά τους προϊσταμένους ή τις κυβερνήσεις τους εάν επικέντρωναν την προσοχή τους στη στρατηγική διάσταση της στάσης Σαμαρά και όχι στις όποιες τακτικές κινήσεις του με τις οποίες, προφανώς, διαφωνούν. Ο αρχηγός της Ν.Δ. έκανε τη μεγάλη στροφή προς την υπευθυνότητα και υπό αυτό το πρίσμα θα πρέπει να αντιμετωπισθεί στο Βερολίνο, στο Παρίσι, στις Βρυξέλλες και στην Ουάσιγκτον, και, φυσικά, εναπόκειται στον ίδιο να πείσει για την ειλικρίνεια των προθέσεών του κατά την προεκλογική περίοδο.
Παράλληλα, είναι υπερβολική και η ανησυχία που εκφράζεται για περαιτέρω μετακίνηση της Ν.Δ. προς την άκρα Δεξιά. Αντιθέτως, η προσχώρηση των κ. Βορίδη και Γεωργιάδη λειτουργεί σταθεροποιητικά καθώς αποδυναμώνει τον ΛΑΟΣ και δίνει τέλος στον παραλογισμό της προηγούμενης διετίας, κατά την οποία ο ηγέτης της Ακροδεξιάς εξέφραζε συχνά τη φωνή της λογικής και της συναίνεσης. Οσο για τη μετεκλογική πολιτική αβεβαιότητα για την οποία προειδοποιούν, πέρα από τις δημόσιες συγκρούσεις και κάποιες υπερβολές που θα ακουστούν κατά την προεκλογική περίοδο, μια ψύχραιμη ανάλυση της σημερινής πραγματικότητας οδηγεί αναπόφευκτα σε ένα συμπέρασμα - πρόβλεψη: τις εκλογές θα κερδίσει η Ν.Δ. χωρίς αυτοδυναμία και τα δύο μεγάλα κόμματα θα εξασφαλίσουν πάνω από το 50% των ψήφων (σε μια αναλογία ποσοστών που θα κυμανθεί τελικά γύρω στα 3/5 για τη Ν.Δ. και 2/5 για το ΠΑΣΟΚ) και θα σχηματίσουν την επόμενη κυβέρνηση της χώρας με άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Εχοντας, δε, ως αφετηρία τη στάση που τήρησαν στην κρίσιμη ψηφοφορία της 12ης Φεβρουαρίου και με την εμπειρία της πεντάμηνης συμπόρευσής τους, μπορούν από κοινού να λειτουργήσουν ως πυλώνας σταθερότητας και συνέχειας διασκεδάζοντας τις όποιες ανησυχίες εταίρων και οργανισμών.
Η παράταση του βίου της κυβέρνησης Παπαδήμου ή η δημιουργία ενός νέου σχήματος τεχνοκρατών παραμένουν ελκυστικές προκλήσεις, αλλά και ένας «μεγάλος συνασπισμός» -με τη συμμετοχή και μικρότερων κομμάτων, αν αυτό καταστεί δυνατό- που θα απορρέει από συγκλίσεις προς μια ρεαλιστική διαχείριση της σημερινής δύσκολης συγκυρίας μπορεί να αποδειχθεί αποτελεσματική λύση.