Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Η τιμή της γλώσσας







Δημήτρης Μαρωνίτης
Αρθρογράφος
Άρθρο του στην εφημερίδα "Το Βήμα" - 17/10/2010


Την τιμή της γλώσσας υπερασπίζονται με υποδειγματικό τρόπο δύο κείμενα που εξωτερικά τουλάχιστον δεν μοιάζουν μεταξύ τους: ποιητικό το ένα, το άλλο πεζόμορφο· πρωτότυτο το πρώτο, μεταφρασμένο το δεύτερο· μεσοπολεμικό το πεζό, σύγχρονο το ποιητικό. Και μολοντούτο, διαβασμένα μέσα στην άγρυπνη νύχτα, κοντά το ένα στο άλλο, συνταίριαξαν καλά, βγήκαν συγγενικά, δεμένα με το ίδιο νήμα: την τιμή της γλώσσας· δεν ξέρω να το πω καλύτερα. Πρωτεύουν εξάλλου οι τυπικές συστάσεις.

Ο λόγος της ποίησης ασκείται από τον Χριστόφορο Λιοντάκη στην πρόσφατη, την πιο ώριμη, συλλογή του που φέρει το όνομα Στο τέρμα της πλάνης (εκδόσεις Καστανιώτη). Οπου η πλάνη είναι συνάμα και περιπλάνηση· όσο για το τέρμα, βγαίνει κάποτε πιο απότομο και πιο σκληρό από το τέλος. Προτάσσεται η δυσμετάφραστη γνωμική απόφαση του Ηρακλείτου θυμώι μάχεσθαι χαλεπόν · ο γαρ αν θέληι, ψυχής ωνείται (δύσκολο πράγμα να πολεμά κανείς την επιθυμία· γιατί, ό,τι θελήσει αυτή, το αγοράζει με τίμημα την ψυχή), που περιέχεται αυτούσια και στο τελευταίο σύνθεμα, με τον αποκαλυπτικό τίτλο «Εξιλαστήριο». Η συλλογή μοιράζεται στα τρία: μέρος πρώτο τα «Απολογητικά» με είκοσι τρία ποιήματα· μέρος δεύτερο η «Αφιέρωση» με τρία ποιήματα· μέρος τρίτο «Τρία ποιήματα για την εξαγορά του φόβου». Το «Επιμύθιο» ομολογεί: Ο,τι αρνήθηκε να μπει στις λέξεις αυτές/ για κάποιους άλλους είναι προορισμένο. / Αλλοι σίγουρα θα διαβάσουν τον κόσμο/ καλύτερα από μένα.

Ο πεζός λόγος, μεταφρασμένος ανεπίληπτα από τη Μαρία Τοπάλη, ανήκει στον αυστριακό συγγραφέα των εφηβικών μας χρόνων Στέφαν Τσβάιχ (θα μιλήσω γι΄ αυτό την άλλη Κυριακή) που γεννήθηκε στη Βιέννη το 1881 και αυτοκτόνησε στη Βραζιλία, μαζί με τη γυναίκα του, στις 23 Φεβρουαρίου 1942· δίσεχτη εποχή. Στον άψογης τυπογραφικής φροντίδας τόμο των 160 σελίδων (εκδόσεις ΑΓΡΑ), περιέχονται δυο ομόλογες νουβέλες: προηγείται Ο παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ και ακολουθεί Η αόρατησυλλογή. Υπάρχει και ωφέλιμο Επίμετρο, μοιρασμένο κι αυτό στα τρία: ο Παναγιώτης Κ. Τσούκας και η Τώνια Χ. Παπαϊωάννου συντάσσουν εξαιρετικής ακρίβειας συστατικό δοκίμιο με τον τίτλο «Μια συλλογή σε διασπορά»· μεσολαβεί το συναρπαστικής επικαιρότητας απόσπασμα «Η εποχή του πληθωρισμού στη Γερμανία» (από το κεφάλαιο «Ξανά στον κόσμο» του τόμου «Ο χθεσινός κόσμος» του Στέφαν Τσβάιχ) μεταφρασμένο τίμια από τον Τάκη Μενδράκο το 1962 (εκδόσεις Α.Χ. Ρούγκα)· και το βιβλίο κλείνει με λιτή εργοβιογραφία, που κωδικοποιεί τα απαραίτητα συστατικά στοιχεία βίου και έργου του συγγραφέα.

Και τα δύο αυτά πονήματα τιμούν τη γλώσσα, επιμένοντας στην έμπρακτη, φραστική και μεταφραστική, άσκησή της. Σπάνιο πράγμα στη συνήθως άτσαλη λογοτεχνική παραγωγή του καιρού μας, που βγαίνει μάλλον στο πόδι. Από την άποψη αυτή ο αναγνώστης αισθάνεται ότι στο κρίσιμο τούτο κεφάλαιο τα δύο συγκεκριμένα βιβλία πραγματικά τον σέβονται.

Και τώρα επί της μεθόδου, γυρεύοντας το άπιαστο νόημα της γλωσσικής τιμής. Προτάσσεται ως οδηγός ένα αρμόδιο ποίημα από την προκείμενη συλλογή του Χριστόφορου Λιοντάκη. Τιτλοφορείται «Αντίδοτο», και λέει: Μια θλίψη που δεν λέει να πάρει όνομα·/ πάντα σκοντάφτει η γλώσσα. / Λόγια που λοιδόρησα και χλεύασα/ κι αργότερα μέσα από άλλα στόματα τα αγάπησα. / Και πάντα η μέθεξη από εκείνα τα μισοσπασμένα λόγια/ τότε που το φως έκοψε την πλαγιά στα δυο/ υπονοώντας μετάνοια στο δροσερό σκοτάδι. / Η χειροπιαστή λευκότητα της μανόλιας / αντίδοτο στις δρόγες της καθημερινότητας .

Αφήνοντας αυθαίρετα στην άκρη τα βαθύτερα εμπειρικά κοιτάσματα του ποιήματος, τραβώ, με το ζόρι ίσως, στην επιφάνεια όσα υπονοούνται για την τιμή της γλώσσας που πάντα σκοντάφτει. Εννοούνται προσβάσεις και εμπόδια, που συχνά πυκνά γίνονται συμπληγάδες, μέσα από τις οποίες δοκιμάζει να περάσει αυτός που γράφει μεταγράφοντας ή μεταγράφει γράφοντας, για να βγει στο δροσερό σκοτάδι. Πρόκειται για ζεύγη και ζευγαρώματα με εσωτερική αντίθεση των δύο όρων τους. Επιγράφονται εφεξής έξι τέτοια ζεύγη, με επιφύλαξη- σίγουρα υπάρχουν και άλλα:

α) Υποτίμηση και υπερτίμηση της γλώσσας. β) Λόγια μισοσπασμένα και λόγος ακέραιος. γ) Απόθεμα και δυναμικό της γλώσσας. δ) Δυσαρθρία και ευφράδεια της γλώσσας. ε) Σιωπές και κραυγές της γλώσσας. στ) Η χλεύη και η αγάπη της γλώσσας. Σ΄ αυτή την κινούμενη άμμο καλούνται να πατήσουν και να περπατήσουν ο ποιητής και το ποίημα, γυρεύοντας τη γλώσσα που δεν λέει να πάρει νόημα.

Ζητούμενο είναι να σηκώσει κεφάλι το κρυφό ποίημα στην επιφάνεια της σαλεμένης αυτής θάλασσας ή να χωθεί στον ήσυχο βυθό της περιμένοντας. Αυτό επιχειρούν και κατορθώνουν ο Χριστόφορος Λιοντάκης και η Μαρία Τοπάλη· και οι δύο ποιητές και μεταφραστές. Σώζοντας έτσι την τιμή της γλώσσας. Θα συνεχίσω.

Δεν υπάρχουν σχόλια: