Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2009

Πανεπιστημιακά μαχαιρώματα

Σταυρούλα Παπασπύρου
Δημοσιογράφος - Άρθρο της στο "7" της Ελευθεροτυπίας - 15/2/2009


Σκέφτηκα ένα πρωί, καθώς ξύπνησα, ότι θέλω να διηγηθώ το χρονικό της εκλογής μου, για να ξέρουν όλοι τι ακριβώς συμβαίνει. Να το κρατήσουν μέσα τους και να αρχίσουν να συλλογίζονται μερικά πράγματα... Έχω άλλη μιαν επιβεβαίωση ότι ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι τη λειτουργία του πανεπιστημίου, τελικά είναι σωστός -δηλαδή, ότι βρισκόμαστε μέσα σ' έναν κόσμο μαφιόζων. Δεν είναι πια αυτοί οι άνθρωποι αξιοσέβαστοι, ό,τι και να κάνουν... Πρόκειται για έναν κόσμο που δεν λειτουργεί ηθικά».


Τα παραπάνω βαριά λόγια ανήκουν σε μια απηυδισμένη εξηντάχρονη πανεπιστημιακό, την Αγγέλα Ηλιάκου, ηρωίδα του μυθιστορήματος «Σπάνιες αλήθειες» (εκδ. «Εστία») που υπογράφει η επίκουρη καθηγήτρια του ΑΠΘ και πεζογράφος Σωτηρία Σταυρακοπούλου.

«Κακή» φιλόλογος, σύμφωνα με τις φήμες που κυκλοφορούν στο σινάφι της, αλλά καταξιωμένη δοκιμιογράφος, η Αγγέλα είναι μια γυναίκα μάλλον άσκημη, αρκούντως, ματαιόδοξη, σίγουρα κουρασμένη. Αλλά και προσγειωμένη και χαρισματική. Η οποία, παραμονές της κρίσης της για την ανώτερη βαθμίδα στη Φιλοσοφική Αθηνών, έχει βάσιμες υποψίες να πιστεύει ότι η πιο στενή της φίλη, η ήδη καθηγήτρια, πρώην ωραία, ολίγον μυγιάγγιχτη και πάντα απρόβλεπτη Εύα Αδάμ, θα της βάλει τρικλοποδιά.

Γυναικεία λυκοφιλία

Το χρονικό αυτής της κρίσης ξετυλίγεται στις «Σπάνιες αλήθειες», πότε από την οπτική γωνία της Ηλιάκου, πότε από εκείνην της Αδάμ, με τη συγγραφέα να «κεντάει» επιδέξια τις φωνές τους πάνω σ' έναν παρθένο για την πεζογραφία μας καμβά: τον μικρόκοσμο των ακαδημαϊκών δασκάλων με τους ανταγωνισμούς, τ' αλισβερίσια, τις μιζέριες και τις λυκοφιλίες τους, «έναν δημόσιο χώρο που αντανακλά γενικότερες παθογένειες της κοινωνίας μας», όπως λέει η ίδια η Σταυρακοπούλου. Και τον οποίο η ίδια, ζώντας από τα 18 της μέσα στο Αριστοτέλειο, τον ξέρει απ' έξω κι ανακατωτά.

«Λυκοφιλίες σαν των ηρωίδων μου έχω δει κι ανάμεσα σε άνδρες», λέει η ίδια. «Δεν είναι, όμως, κάτι που ανθεί στο πανεπιστήμιο και δη στις φιλοσοφικές σχολές. Οι άντρες εκεί, παντρεμένοι κατά κανόνα, συνεργάζονται μεταξύ τους σε ζητήματα εξουσίας, αλλά δεν προσπαθούν να καλλιεργήσουν φιλικές σχέσεις μεταξύ τους. Οι γυναίκες, αντίθετα, ανύπαντρες οι περισσότερες, επενδύουν στη φιλία με ομόφυλές τους, καλύπτοντας έτσι το έλλειμμα συντρόφου. Κι η μοναξιά τους, όπως και ο φόρτος δουλειάς που απαιτεί η πανεπιστημιακή τους καριέρα, πλουτίζει αυτές τις σχέσεις και θετικά και αρνητικά».

Τόσο στις ηρωίδες του βιβλίου όσο και σε πρόσωπα που παρεισφρέουν στους εσωτερικούς τους μονολόγους (σαν τον γερο-ποιητή Αριστεράκη που «είχε πάντοτε μια ροπή προς τον ναρκισσισμό», τον εκδότη που «πρέπει να κερδίζει εκατομμύρια» τυπώνοντας με το αζημίωτο περιποιημένες ποιητικές πλακέτες ή τον χαριτωμένο βρετανό νεοελληνιστή, που, αν και επιπόλαιος, βρίσκεται πάντα στο απυρόβλητο) οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ σίγουρα θ' αναγνωρίσουν, ελάχιστα καμουφλαρισμένα, δάνεια από την πραγματικότητα.

Η Σταυρακοπούλου, πάντως, που στο παρελθόν αντιμετώπισε αισίως έναν δικαστικό μαραθώνιο από Θεσσαλονικιό ο οποίος θεώρησε πως φωτογραφιζόταν στο πρώτο της μυθιστόρημα, τις «Δεξιώσεις», επιμένει πως όλα τα πρόσωπα είναι «πλαστά».

Ωστόσο, «οι καταστάσεις που βιώνουν και τα σχόλιά τους για ανθρώπους του χώρου είναι αντλημένα από προσωπικές μου εμπειρίες και απογοητεύσεις. Ήδη μου καταλόγισαν έλλειψη έμπνευσης. Μα η έμπνευση δεν πρέπει να ταυτίζεται με την επινόηση, είναι ο ιδιαίτερος τρόπος που βλέπεις τα πράγματα...».

Μ' ένα λόγο κοφτό, λιτό, ενίοτε κι ωμό, η Σταυρακοπούλου υπογραμμίζει την ασφυξία της Αγγέλας μέσα σ' ένα στείρο, γεμάτο υποκρισία και βυζαντινισμούς ακαδημαϊκό περιβάλλον, την απογοήτευσή της από τους παλιούς φοιτητές της που -σε θέσεις-κλειδιά τώρα- κάνουν πως την αγνοούν, τις αποστάσεις της από τους κόλακες, τους στενόμυαλα δυτικόφιλους, τους μπουρδολογούντες διανοούμενους ή και τους πρώην αριστερούς που ενέδωσαν στον νεοπλουτισμό, το αίτημά της για μια ουσιαστική αξιολόγηση στα ΑΕΙ. Η εικόνα της, βέβαια, ως αδέκαστης και δημιουργικής, όλο και τορπιλίζεται από τους μονολόγους της Εύας, όχι όμως σε σημείο ώστε ν' ακυρωθεί εντελώς.

«Φυσικά και συμπαθώ την Αγγέλα» λέει η συγγραφέας, «μ' αυτήν ταυτίζομαι, πώς θα γινόταν αλλιώς;».

Δεν σκεφτόταν, άραγε, όσο έγραφε τις «Σπάνιες αλήθειες», τις πιθανές αντιδράσεις των συναδέλφων της;

«Όταν απογοητευόμουν, συνέδεα τη δυσκολία της γραφής με τις συνέπειες της δημοσιοποίησης του βιβλίου. Όταν, όμως, το γραπτό μου κυλούσε, τις ξεχνούσα. Είμαι, όμως, μαθημένη... Ξέρετε, οι φιλόλογοι του Αριστοτελείου αποθαρρύνονται από το να καταπιάνονται με δημιουργούς που βρίσκονται εν ζωή. Η επίσημη γραμμή είναι πως οι νεκροί, δεδομένου ότι έχουν ολοκληρώσει το έργο τους, κρίνονται ασφαλέστερα. Έκανα, λοιπόν, το λάθος να γράψω μελέτη για το έργο του 75χρονου Περικλή Σφυρίδη, στον οποίο χρωστάω και τη στροφή μου σε μια ρεαλιστική, με μοντερνιστικά στοιχεία, γραφή. Το αποτέλεσμα ήταν να δεχτώ σφοδρότατη επίθεση, όταν κρινόμουν για επίκουρη καθηγήτρια τις προάλλες, και μάλιστα από συναδέλφους που νόμιζα πολύ κοντά μου. Υποθέτω πως θα 'χω και στο μέλλον προβλήματα. Δεν πειράζει, όμως. Όσα λέμε στους διαδρόμους, κάποια στιγμή πρέπει να βγαίνουν και στο φως».





Δεν υπάρχουν σχόλια: