Τομ ΡόμπινςΑπό το βιβλίο του "Το άρωμα του ονείρου"Η Κούδρα του έριξε μια υγρή ματιά, που θα μπορούσες να την αλείψεις σαν βούτυρο πάνω σε μια φέτα ψωμί. Τα λόγια της, όμως, τον διαπέρασαν σαν το μαχαίρι που κάνει το άλειμμα. «Αν θέλουμε, μπορούμε να γεράσουμε. Όπως σταματήσαμε τη διαδικασία των γερατειών, έτσι και μπορούμε να την ξαναρχίσουμε. Δε νομίζεις ότι έχουμε πέσει σε μια ρουτίνα έτσι που είμαστε στην ίδια ηλικία για πάνω από πεντακόσια -ή εξακόσια- χρόνια; Δεν ξέρω πώς αισθάνεσαι εσύ, αλλά εγώ έχω αρχίσει κάπως να το βαριέμαι. Πραγματικά, δε θα με πείραζε ν' αρχίσω ξανά να γερνάω».
Ο Αλομπάρ δεν μπορούσε να πιστέψει πόσο ήρεμα, πόσο γαλήνια είχε ξεστομίσει η Κούδρα το ανείπωτο. Παγωμένα δάχτυλα χάιδεψαν την άρπα της ραχοκοκαλιάς του. «Δεν - δεν ξέρεις τι λες. Για κάτσε να σου βάλω λίγο τσάι. Δεν έχεις ξυπνήσει ακόμα, να τι σου συμβαίνει».
«Είμαι ξύπνια, αγάπη μου. Πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας ξάγρυπνη. Και χτες το ίδιο. Το 'χω σκεφτεί για πάρα πολλές νύχτες. Και είμαι, έτοιμη, πρόθυμη, ανυπόμονη και δε βλέπω παρά την ώρα και τη στιγμή να εγκατασταθώ σ' ένα μέρος, όπως όλοι οι κανονικοί άνθρωποι και να γεράσω σαν κανονικός άνθρωπος. Μάλιστα».
Ο Αλομπάρ σφίχτηκε και αρνήθηκε να μιλήσει, μέχρι να σιγουρευτεί ότι οι φωνητικές του χορδές δε θα έτρεμαν. Αλίμονο, όμως, σφίχτηκε πάρα πολύ, ξεπέρασε το όριο, και άκουσε τη φωνή του, όχι να τρέμει αλλά να πετρώνει. Ο καλύτερος γλύπτης της Γαλλίας θα ήταν περήφανος να σκαλίσει το σήμα του σε κάθε λέξη της πρότασης που ακολούθησε: «Αν το τίμημα που πρέπει να πληρώσει κανείς για την κανονικότητα, είναι τα γερατειά, είναι πάρα πολύ ακριβό τίμημα».
«Δε μ' ενδιαφέρει. Είμαι πρόθυμη να το πληρώσω. Εξάλλου, αν δε μ' αρέσει που θα γερνάω, μπορώ μια χαρά να το σταματήσω».
«Μπορείς;» Μια απλή μικρή ερώτηση καμωμένη από θραύσμα γρανίτη. «Πώς μπορείς να είσαι σίγουρη;» Πέντε λέξεις που ζύγιζαν έναν τόννο, χωρίς να υπολογίσουμε το ερωτηματικό. «Πιστεύουμε πως μπορούμε να αρχίζουμε και να σταματάμε αυτή τη διαδικασία κατά βούληση αλλά, στην ουσία, δεν το έχουμε δοκιμάσει ποτέ. Τι θα γίνει αν δεν μπορείς να τη σταματήσεις; Τι θα γίνει αν συνεχίσεις να γερνάς, μέχρι, μέχρι...» Η φωνή του είχε γίνει τόσο άκαμπτη που έσπασε. Έτσι συμπεριφέρονται σήμερα τα μόρια, κι έτσι συμπεριφέρονταν και παλιότερα, μόνο που εκείνους τους καιρούς κανένας δεν τα κατηγορούσε για ακαμψία περισσότερο απ' όσο τα πίστωνε για πλαστικότητα.
«Μέχρι, τι; Μέχρι να πεθάνω; Πρώτα απ' όλα, Αλομπάρ, ούτε εσύ, ούτε εγώ είμαστε σίγουροι ότι το να μεγαλώνει κανείς οδηγεί απαραίτητα στο θάνατο. Έχουμε συζητήσει γι' αυτό πολλές φορές. Πού είναι το θάρρος των πεποιθήσεων σου; Δεν είναι το μεγάλωμα εκείνο που οδηγεί στο θάνατο, αλλά η άποψη πως το μεγάλωμα οδηγεί στο θάνατο, είναι εκείνη που οδηγεί στο θάνατο. Μιλάω σωστά ή όχι;»
«Μάλλον σωστά», τσίριξε ο Αλομπάρ, με την καινούρια του, σπασμένη φωνή. «Αλλά δεν είμαστε σίγουροι» «Μόνο ένας τρόπος υπάρχει να το μάθουμε».
«Ναι, αλλά αν- »
«Αν πεθάνω; Ε, ας πεθάνω, μα το Σίβα! Ο θάνατος δε μου φαίνεται πια και τόσο φριχτή μοίρα».
«Δεν μπορώ να πιστέψω πως εσύ λες κάτι τέτοιο. Μου τα γυρνάς. Τα χάνεις. Μου φαίνεται πως...»
«Πως αντιμετωπίζω την αλήθεια», τον διέκοψε η Κούδρα, «και η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει τίποτα το τόσο παντοδύναμα υπέροχο μέσα σ' αυτή τη μακρόχρονη ζωή μας». Ο Αλομπάρ τραβήχτηκε σαν να τον είχε φτύσει.
«Αγάπη μου», του είπε, παίρνοντας το χέρι του και φιλώντας τα μακριά του δάχτυλα, το ένα μετά το άλλο. «Κοίταξε μας. Είμαστε ένα ζευγάρι τσιγγάνων, κυνηγημένοι απ' τα σκυλιά της εξουσίας. Πάμε από πόλη σε πόλη, από πανηγύρι σε πανηγύρι, κοιμόμαστε στα χωράφια, τρώμε αυτά τα φριχτά
μάνγκελ - βούρτσελ, πουλάμε όμορφα μυρωδικά σε υποκριτές και διεγερτικά σε χωριάτες. Τι αξία έχουν όλα αυτά; Τι σκοπό εξυπηρετεί το να- »
«Είμαστε ζωντανοί!» φώναξε ο Αλομπάρ. «Και...»
«Και δεν υπάρχει άλλο ζευγάρι σαν εμάς σ' ολόκληρο το στρογγυλό τούτο πλανήτη. Ε, και λοιπόν; Η μοναδικότητα μας ούτε κάνει το χώμα πιο μαλακό, ούτε τα πατζάρια νοστιμότερα. Ούτε τις συνθήκες της ζωής μας μέσα στο φεουδαρχικό σύστημα βελτιώνει, ούτε συνεισφέρει στο γενικό καλό της ανθρωπότητας. Τι το σημαντικό, λοιπόν, καταφέραμε να κάνουμε όλα αυτά τα 600 χρόνια;»
«Νικήσαμε το θάνατο», είπε ο Αλομπάρ, κι ο τόνος της φωνής του ήταν κατηγορηματικός όσο ποτέ. Κάτι περισσότερο, ήταν περήφανος. «Νικήσαμε το θάνατο. Πετύχαμε αυτό που έχουν επιθυμήσει να πετύχουν όλοι οι άνθρωποι, από καταβολής κόσμου. Τι θα μπορούσε να 'ναι πιο σημαντικό απ' αυτό;»
«
Όμως για ποιο σκοπό τον νικήσαμε; Δεν μπορούμε να διδάξουμε στους άλλους πώς να τον νικήσουν, γιατί αν το κάναμε, θα 'πεφτε ολόκληρος ο Κλήρος επάνω μας και θα μας εξόντωνε, όχι μόνο εμάς αλλά και όλους όσους βάλαμε στο κόλπο. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, δεν μπορούμε ούτε να πουλήσουμε αυτή τη φοβερή γνώση. Είμαστε αναγκασμένοι να κρύβουμε αυτό το υπέρτατο επίτευγμα μας σαν να ήταν το πιο φρικτό έγκλημα. Πού είναι λοιπόν η δόξα; Η ζωή μας είναι απόκρυφη κι εγωιστική και καθόλου εύκολη. Μου φαίνεται πως ζούσες μια πολύ πιο σπουδαία ζωή τότε που ήσουνα θνητός. Ήσουν βασιλιάς τότε, Αλομπάρ, ένας ηγέτης, και κάθε μέρα, κάθε ώρα, ήταν γεμάτη με νόημα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου