Μάρω ΒαμβουνάκηΑπό το βιβλίο της "Οι παλιές αγάπες πάνε στον Παράδεισο"— Μέλα τον ονειρεύτηκα! Τον ίδιο! Ολοζώντανο. Φορούσε ένα ανοιχτόχρωμο κοστούμι, λίγο παλιωμένο κι ήταν αχτένιστος. Είχε μόλις λέει βγει από μια υπόγεια αποθήκη, όπου για ώρες σκάλιζε να βρει κάποια πράγματα.
Είχε ακουμπήσει σ' ένα δέντρο κι είχε τα χέρια του στις τσέπες.Απ' το δρόμο, δίπλα, δεν περνούσε κανείς. Ερημιά. Μόνο για μια στιγμή φάνηκε ένα αμαξάκι με άλογο,όπως αυτά που υπήρχαν τότε στο νησί. Δεν το έβλεπα αλλά άκουγα τα πέταλα του αλόγου στην άσφαλτο και ήξερα τι ακριβώς ήταν.
Εκείνος είχε τα χέρια του στις τσέπες του σακακιού του και με κοίταζε σα να έκανε με δυσκολία υπομονή.
Με κοίταζε επίμονα λες και περίμενε κάτι από μένα, από καιρό κι εγώ δεν το έκανα. Έδειχνε σχεδόν θυμωμένος. Ήταν βραδάκι, δε φυσούσε καθόλου, δεν κουνιόταν φύλλο. Σα να ήταν από πάντα η ίδια ώρα και να μην προχωρούσε. Ήταν θυμωμένος. Τότε εγώ χάρηκα πάρα πολύ που ήταν θυμωμένος. Για σκέψου! Για να είναι θυμωμένος περιμένει από μένα! Με θέλει, τον ενδιαφέρω!
Ξύπνησα και το ένιωσα, το παραδέχτηκα πως τον αγαπώ. Μονάχα αυτόν αγάπησα. Τόσο τον αγάπησα που φοβήθηκα. Τα ίδια μου τα αισθήματα στραγγάλισαν την καρδιά μου. Έφυγα από δειλία να ζήσω μαζί του και ν' αντέξω τον έρωτα. Πετάχτηκε πάνω.
Η πετσέτα της έπεσε στο πάτωμα. Το κηροπήγιο κουνήθηκε κι ένα απ' τα κεριά έσβησε.
— Είμαι ηλίθια. Ήμουν ηλίθια. Για να μην υποφέρω κοντά του έφυγα μακριά του και κρύφτηκα απ' τη ζωή. Δειλή, δειλή, δειλή κι ανάξια. Ό , τ ι αξίζει πονάει. Ό,τι δεν αξίζει είναι εύκολο. Είχα πάντα ροπή για τα εύκολα και να πού οδηγήθηκα τώρα: Να ψοφάω αργά και σταθερά στη μέση της ζωής μου.
Σε λίγο θα μυρίζω πτωμαΐνη. Ο τοίχος που αισθάνομαι είναι η ταφόπλακα. Ήρθε η ώρα να με πλακώσει.
Εγώ η ίδια πήγα και χώθηκα σε βουνά σκόνες και να τώρα... Ευτυχώς που κοιμόμαστε... Ευτυχώς που υπάρχουν τα όνειρα... Εκεί η βλακεία μας δεν τα καταφέρνει, εκεί τα ψέματα μας παραλύουνε.
Ήρθε και στάθηκε στον ύπνο μου, ακουμπισμένος σ'εκείνο το δέντρο και με κοίταζε. Μου τα θύμισε όλα αυτά που έπρεπε να θυμάμαι. Να δεις πώς με κοίταζε! Πώς με περίμενε...
Έπιασε πάλι με τις δυο παλάμες της το πρόσωπο της και ξέσπασε σε λυγμούς. Όμως ήταν ένα κλάμα αλλιώτικο τώρα. Πιο δυνατό, πιο υγιές. Λυτρωτικό.
— Τον αγαπώ πάντα Μέλα. Είκοσι χρόνια παλεύω να τον αρνηθώ. Τον αγαπώ.
Ακουγόταν μέσα απ' τ' αναφυλλητά της. Είμαι τρελή, το ξέρω!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου