Korinthius Maximus
Περιοδικό MyPress - Τεύχος 9 - Μάιος 2009Τα τελευταία χρόνια συνεχώς γκρινιάζω για τις ταινίες που βλέπω στο σινεμά. Ελάχιστες είναι εκείνες που με έκαναν να πω «
Αυτή ήταν μια πολύ καλή ταινία» και ακόμα λιγότερες εκείνες που με έκαναν να σκεφτώ, να προβληματιστώ, να καθίσω να τις αναλύσω για μέρες και να αναζητήσω τις έννοιες και τα μηνύματα πίσω από την απλή θέασή τους. Όταν πετυχαίνω κανένα τέτοιο σπάνιο κελεπούρι, κάθομαι και το απολαμβάνω τέσσερεις και πέντε φορές και αν δεν έχει τίποτα καλύτερο να δω, μπορεί να το ξαναβάλω στο DVD τον επόμενο μήνα, για να επιβεβαιώσω όσα σκέφτηκα ή τουλάχιστον όσα πρόσεξα.
Είναι κάποιες ταινίες που κάθε φορά που θα τις δεις, μπορείς να προσέξεις και κάτι διαφορετικό. Και τις βλέπεις, τις ξαναβλέπεις, τις ξαναβλέπεις … Αυτές είναι οι πραγματικά «μεγάλες» ταινίες, τα πραγματικά μεγάλα έργα του σινεμά.
Είναι λογικό τέτοια αριστουργήματα να μη μπορούν να βγαίνουν κάθε μήνα, καθώς ο κινηματογράφος έχει γίνει μια βιομηχανία, με ακριβά συμβόλαια, κατεξοχήν
star system και
promotion πρακτικές, με χαζοχαρούμενες ακριβοπληρωμένες σταρλετίτσες και υπερεκτιμημένους αρσενικούς ηθοποιούς της αρπαχτής. Βέβαια, είναι λογικό και από πλευράς έμπνευσης, αλλά … η συχνότητα εμφάνισης μιας αξιόλογης ταινίας τα τελευταία δέκα χρόνια, προκαλεί
ανησυχία για το δρόμο που τραβάει το σινεμά γενικότερα …
Ειδικά τα τελευταία χρόνια, πονάει πολύ το να πας να δεις μια «
γαλότσα» στο σινεμά. Μια οικογένεια με ένα παιδί, θέλει κάτι παραπάνω από ένα μεροκάματο για να πάει σινεμά, αν συνυπολογίσουμε πατατάκια, γαριδάκια, νεράκια, αναψυκτικά, ποπ-κορν και λοιπά σκατουλάκια. Αν προσθέσουμε το χαμένο χρόνο, τις θερμίδες από τα προαναφερόμενα, τον εκνευρισμό από τους δύο-τρεις που ρεύονται «πουλώντας» μαγκιά στις συμμαθήτριές τους – δυστυχώς έχουμε φτάσει και εκεί, αλλά αυτό θα το συζητήσουμε σε επόμενο τεύχος – τη μανούρα που σε πιάνει από τον μπροστινό που κάθεται λες και έχει καταπιεί δοκάρι και από εκείνον το συνεχή ψίθυρο που τριγυρνά στην αίθουσα. Χώρια εκείνα τα
κινητά που ακόμα ο μαλάκας να μάθει πως το βάζουν το ρημάδι στο «αθόρυβο» !
Μετά από όλα αυτά, τα ελάχιστα που συμβαίνουν, έχεις την απαίτηση να δεις μια καλή ταινία. Και δυστυχώς τα τελευταία χρόνια, βλέπουμε όλο κάτι μπουρδοταινίες που δεν έχουν αρχή και τέλος, σκοπό και νόημα. Τετριμμένες, ξαναζεσταμένες, χωρίς ίχνος πρωτοτυπίας, εξυπνάδας, οξύτητας. Το δυστύχημα όμως είναι ότι ακόμα και ταινίες που πολυδιαφημίζονται ως «
ψαγμένες», τις χάνεις λίγο πριν το διάλειμμα, εκεί που έχεις γλαρώσει και σε παίρνει … και πιθανότατα εσύ να γίνεσαι ο ενοχλητικός για την αίθουσα με το ροχαλητό σου …
Θα δώσω ένα παράδειγμα και συγχωρείστε μου την αυθάδεια, αλλά δεν αντέχω θα το πω. Προσπαθώ εδώ και χρόνια να καταλάβω γιατί κάποιες συγκεκριμένες ταινίες του Αγγελόπουλου ας πούμε είναι αριστουργήματα … Και δε μπορώ να πω, έχω προσπαθήσει πεισματικά να μείνω ξύπνιος επιχειρώντας να τις ξαναδώ. Θεωρώ έτη φωτός καλύτερο το Βούλγαρη ας πούμε. Αν έχετε κάτι να μου εξηγήσετε, μη διστάσετε, στο mail μου !
Οι ταινίες που πιστεύω ότι είναι πραγματικά «μεγάλες», είναι εκείνες που πέρα από ένα αντικειμενικά καλοφτιαγμένο σενάριο και μια αξιοπρεπή παραγωγή, αφήνουν περιθώρια στο θεατή να
χωρέσει και τις δικές του
σκέψεις ή
συμπεράσματα μέσα στο δημιούργημα του σεναριογράφου. Εκείνες δηλαδή που κεντρίζουν και δεν αποκλείουν την οξυδέρκεια του θεατή, ούτε εγκλωβίζουν το πλήρες τελικό εξαγόμενο συμπέρασμα. Και δε μιλάμε τώρα για αφηρημένη τέχνη, ή για συνονθυλεύματα πλάνων, συζητάμε για ολοκληρωμένο έργο. Χωράει πολλή συζήτηση το θέμα, αλλά φοβάμαι ότι και εμείς οι ίδιοι οι θεατές έχουμε υποχρεωτικά ρίξει αρκετά τα standards μας και πολλές φορές εξυψώνουμε ταινίες που απλά επέπλευσαν μέσα στον αχανή ωκεανό της μετριότητας.
Έχω την
εντύπωση ότι τον τελευταίο καιρό είδα μια εξαιρετική ταινία. Ο τίτλος της είναι «
The Curious Case of Benjamin Button». Απεχθάνομαι γενικώς και αορίστως το 99 % των μεταφράσεων των τίτλων των ταινιών στα ελληνικά. Τις βρίσκω πετυχημένες μόνο όταν αναφέρονται σε τίτλους όπως Ράμπο, Τιτανικός, Αμελί και κάτι τέτοια μονολεκτικά. Διαφορετικά, άλλοι είναι οι πραγματικοί τίτλοι και άλλα βάζουν στη μετάφραση (συνήθης τακτική).
Η λέξη case από τον τίτλο μου τράβηξε εξαρχής την προσοχή. Μου θύμισε παλιά τα «case studies» που κάναμε στη σχολή και σκέφτηκα ότι ίσως η ταινία είχε έδαφος προς εξερεύνηση. Θα μου πείτε τώρα … «
δε βαριέσαι να προβληματίζεσαι και στο σινεμά ;», δίκιο έχετε, αλλά αν είναι να μην κερδίσω κάτι από μια ταινία, δε δέχομαι να σκάσω μια σαρανταρού. Βάζω Στάθη Ψάλτη, Γαρδέλη και Ντούζο, τρώω και μια πίτσα και κάνω την πλάκα μου με λιγότερα από τα μισά.
Η ταινία έχει να κάνει με το
χρόνο. Ένα από τα αιώνια ερωτήματά μας ως ανθρωπότητα. Πόσες φορές δεν έχετε σκεφτεί «
Αχ και να μπορούσα να γύρναγα το χρόνο πίσω !» ή αυτό που λέμε «
Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα !». Εκείνο που απαντάται
ξεκάθαρα στην ταινία είναι ότι ο χρόνος είναι έτσι και αλλιώς κάτι που τρέχει και δεν σταματάει. Είτε από το τέλος προς την αρχή, είτε από την αρχή προς το τέλος, η αδυσώπητη αίσθηση του «
χρόνου που περνά και χάνεται», δεν αλλάζει με τίποτα.
Επίσης ξεκαθαρίζεται ότι από όποια μεριά και να την πάρεις τη διαδρομή, η
γνώση αποκτάται από την
πορεία, από την πάροδο, είτε έτσι, είτε αλλιώς. Άρα, όσο και να προσπαθήσει η επιστήμη, σε υπόθετο δε βγαίνει. Μιλάμε για γνώση, όχι για
data, για να το συγκεκριμενοποιήσουμε και εμείς αυτό.
Εντύπωση μου έκανε το εξής. Αν υποθέσουμε ότι δύο άνθρωποι, ένας άντρας και μια γυναίκα, πορεύονται στο χρόνο αντίθετα - ξεκινώντας την ίδια στιγμή και έχοντας μπροστά τους το ίδιο χρονικό διάστημα - δηλαδή ο ένας από την αρχή προς το τέλος και ο άλλος από το τέλος προς την αρχή, με μαθηματική ακρίβεια κάποια στιγμή θα συμπέσουν. Λαμβάνοντας υπόψη ένα
σχετικό διάστημα μιας εικοσαετίας, συμπεραίνουμε ότι σε αυτό το διάστημα, οι δύο ταξιδιώτες του χρόνου δεν απέχουν και πολύ βιολογικά και μπορούν να αποτελέσουν ζεύγος. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, μια περίπου εικοσαετία ο κάθε άνθρωπος μπορεί να είναι 100 % αποδοτικός από τη φύση του σε ότι και να κάνει (βιολογικά μιλάμε πάντα και σε επίπεδο φυσικών και πνευματικών δυνατοτήτων). Για μια περίπου εικοσαετία λειτουργεί το μηχάνημα στο maximum.
Κάπου εκεί, όταν το συνειδητοποιείς, αρχίζεις να εκτιμάς το χρόνο που έχουμε στη ζωή. Αρχίζεις να εκτιμάς τη «στιγμή που περνά και χάνεται» και κόβεις όλο και σε πιο μικρά κομματάκια τη λωρίδα του χρόνου που έχεις
διαθέσιμη. Αν αφαιρέσεις ώρες εργασίας, υποχρεώσεων, ύπνου, τότε τα κομματάκια γίνονται όλο και πιο μικρά και κυρίως πιο
πολύτιμα ! Νιώθεις καλά που το έπιασες το νόημα αυτό στην ταινία ή οποιαδήποτε ερμηνεία τέλος πάντων έδωσες.
Και ξαφνικά, η ταινία κάνει ένα δίλεπτο
κρεσέντο και σε μουρλαίνει. Αφού έχεις καλμάρει και έχεις υποσχεθεί στον εαυτό σου ότι θα εκμεταλλεύεσαι καλύτερα το χρόνο σου, μπαίνει στην εξίσωση ο παράγοντας του απροσδόκητου. Του γεγονότος, της στιγμής που μπορεί να αλλάξει όλα εκείνα που με κόπο κυνηγούσες στη ζωή σου, που θυσίασες άπειρο χρόνο γι’ αυτά, που μόχθησες να πετύχεις, που κατέστησες
αυτοσκοπό.
Συχνά θέτουμε στόχους στη ζωή μας. Αλλιώς δε γίνεται να πορευτούμε (;), να εξελιχθούμε. Ακόμα πιο συχνά όμως γινόμαστε δούλοι των στόχων μας, θυσιάζουμε όλα εκείνα τα κομματάκια που μαζεύαμε παραπάνω, για να πετύχουμε τον
ultimate στόχο μας, το όνειρο της ζωής μας.
Και κάπου εκεί συμβαίνει κάτι που, όπως και να την έχουμε επιλέξει την κατεύθυνση, μπορεί να τα αλλάξει όλα. Κάτι που μπορεί να προέρχεται από μια ανεπαίσθητη μικροεπιλογή μας, από το αν ας πούμε ξυπνήσαμε νωρίτερα ή αργότερα για να πάμε στη δουλειά, από το αν αφήσαμε ανοιχτό το φως της εξώπορτας, από το αν ξεχάσαμε τα κλειδιά του αυτοκινήτου και γυρίσαμε πίσω. Τόσο μικρό και τόσο αδύνατα προβλέψιμο. Αυτό το κάτι μπορεί να οδηγήσει σε ένα ατύχημα, σε ένα μοιραίο, επίσης στιγμιαίο γεγονός, που δύναται να τα αλλάξει όλα. Να τα φέρει στραβά, ή να μας αλλάξει τη ζωή προς το καλύτερο.
Πόσο μικροί είμαστε απέναντι στο χρόνο και στο απρόοπτο ! Και πόσο ηλίθιοι τελικά είμαστε αν νομίζουμε ότι μπορούμε να τα σχεδιάσουμε όλα στη ζωή μας. Σχετικότητες φτιάχνουμε. Προϋποθέσεις, άμυνες, υποδομές, συνεχώς κάτι προετοιμάζουμε διάολε !
Δε λέμε να μην τα κάνουμε όλα αυτά, αλλά να σκεφτούμε και λίγο τα «
κομματάκια» μας. Να τα ζήσουμε ! Τα απλά, καθημερινά, μικρά, που τελικά όσα υλικά και να έχουμε στο τέλος της λωρίδας, όσα και να έχουμε κατακτήσει σε κοινωνικό, οικονομικό και προσωπικό επίπεδο, δε γυρίζουν πίσω και αν τα έχουμε χάσει μας γεμίζουν θλίψη και μαράζι.
Ας προσέχαμε, θα πω σε αυτό το σημείο. Και ας προσέχουμε, γιατί τελικά εκεί βρίσκεται η πραγματική ευτυχία.
Επισημαίνεται ότι το μοιραίο μπορεί να συμβεί από όποια αφετηρία και αν έχουμε ξεκινήσει να πορευόμαστε επί της λωρίδας.
Τις στιγμές του ο καθένας τις ξέρει. Τις γνωρίζει. Ξέρει τι θέλει, τι επιζητά. Ξέρει τι τον ευχαριστεί. Είναι κάτι καθαρά υποκειμενικό. Αντικειμενικό είναι ότι το κάθε δευτερόλεπτο έχει τη σημασία και την αξία του. Όσο πλούσιος ή όσο φτωχός και να είσαι. Όσο δυνατός ή αδύναμος και να είσαι. Συνήθως αυτές οι στιγμές χρειάζονται ελάχιστο ή
καθόλου οικονομικό κόστος.
Δεν ξέρω, ίσως ακόμα και το δίωρο εκείνο που σπατάλησα για να δω την ταινία ή εκείνο που θα δαπανήσω για να την ξαναδώ, μπορεί να έπρεπε να επιδιώξω κάτι καλύτερο να κάνω. Κάτι καλύτερο
να ζήσω !
Μην τρελαθείς καθώς θα το σκεφτείς γιατί τότε θα φτάσεις στη στασιμότητα με τη λωρίδα από κάτω σου να τρέχει.
Απλά, προσπάθησε να ζεις ! Κάθε στιγμή σου έχει την αξία που της δίνεις …
Στείλτε μου τις σκέψεις σας στο email μου,
kormaximus@gmail.com.
Τα λέμε στο επόμενο τεύχος. Μέχρι τότε, ελπίζω να μην έχετε μετανιώσει για το χρόνο που δαπανήσατε διαβάζοντας αυτό το άρθρο …
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου