Ο Γερμανός συγγραφέας Thomas Mann, βραβευμένος με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1929, είχε συμπυκνώσει σε μια και μόνο φράση αυτό που σήμερα φαντάζει ως το ζητούμενο σε κάθε έκφανση του δημόσιου βίου, της δημόσιας διαβούλευσης, της δημόσιας τοποθέτησης επί διάφορων ζητημάτων.
Αυτή η φράση ήταν ότι « Οι γνώμες δεν μπορούν να επιζήσουν, αν δεν βρεθούν εκείνοι που θα πολεμήσουν γι’ αυτές. ».
Στην εποχή μας η γνώμη έχει φθαρεί ως έννοια και ως υπόσταση, κυρίως γιατί η ίδια η εποχή μας, με την ταχύτητα των εξελίξεων και τη διάχυση της πληροφορίας, έχει δημιουργήσει ένα περιβάλλον ευμετάβλητο, πολλές φορές ασαφές και συχνά ομιχλώδες.
Η γνώμη θα έπρεπε να είναι προϊόν σκέψης, ανάλυσης, έρευνας, ανταλλαγής πληροφοριών. Η χρήση της λέξης προϊόν δε γίνεται τυχαία, γιατί άμεσα παραπέμπει στην έννοια του αποτελέσματος, του τελικού εξαγόμενου μιας διαδικασίας.
Σήμερα, η γνώμη συνηθίζεται να προηγείται όλων των προαναφερόμενων διαδικασιών. Δηλαδή, πρώτα κάποιος διατυπώνει γνώμη, κατόπιν αναλύει, μετά σκέφτεται και αν τύχει και διαπιστώσει ότι η γνώμη του είναι λανθασμένη, χωρίς να το παραδεχτεί, θα κάνει έρευνα για να δει με ποιο τρόπο θα ενδυναμώσει την ίδια λανθασμένη γνώμη του.
Μπορεί να το πει κανείς αυτό πείσμα, εγωπάθεια, καπρίτσιο, κατσίκωμα και οτιδήποτε άλλο θέλετε.
Ειδικά στην Ελλάδα, η λογική της αντίστροφης διαδικασίας έχει βαθιές ρίζες και το κακό ξεκινά από την πολιτική – έτσι όπως αυτή ασκείται ως επί το πλείστον -, την τηλεόραση, ακόμα και την οικογένεια. Η διαμόρφωση γνώμης έχει αποκτήσει μια λογική μάρκετινγκ, φτιασιδώματος ή ακόμα και επιβολής.
Η ίδια η έννοια της διαβούλευσης σε κάθε θέμα έχει διαστρεβλωθεί. Η «γραμμή παραγωγής» γνώμης έχει στηθεί επάνω σε έναν ιμάντα που κινείται ανάποδα. Έχει μετατραπεί σε ένα πράσινο τραπέζι με την τράπουλα των δεδομένων να είναι κλειστή και τους παίχτες να ποντάρουν πριν δουν τα φύλλα τους.
Μπαίνουμε λοιπόν στη διαδικασία να γίνεται συζήτηση με τις γνώμες προκαθορισμένες και τον κάθε εμπλεκόμενο να προσπαθεί μανιωδώς να ρίξει νοκ άουτ τους υπόλοιπους με τη φιλοσοφία που λέει ότι «αυτή είναι η γνώμη μου, πες μου τη δική σου» και στη συνέχεια ξεδιπλώνονται όλες οι τεχνικές στήριξης της αρχικής γνώμης μέχρι τελικής πτώσεως.
Είναι λογικό ότι με αυτές τις συνθήκες, σχεδόν ποτέ, δεν υπάρχει συμπέρασμα, ο καθένας μένει με τη γνώμη του και στο τέλος η γνώμη εξανεμίζεται και χάνει ακόμα και την αξία που θα μπορούσε να είχε αν υπήρχε μια συμφωνία επ’ αυτής.
Γι’ αυτό και είναι εξαιρετικό προνόμιο και δείγμα ορθολογικού νου, το να μην έχει κάποιος γνώμη επί παντός επιστητού. Στην Ελλάδα αυτό το προνόμιο, με μια λέξη, το αποκαλούμε αδυναμία. Σκεφτείτε, πόσο αδιανόητο μας έχουν πείσει ότι είναι, το να μην έχει κάποιος γνώμη για όλα, είτε έχει αναλύσει τα δεδομένα, είτε όχι. Σκεφτείτε πόσο ντροπιασμένος «πρέπει» να αισθάνεται κάποιος όταν δεν έχει γνώμη για κάποιο θέμα.
«Μα καλά κύριε, δεν έχετε γνώμη για το ζήτημα ;», λέει τόσο υποκριτικά αποσβολωμένος ο συντονιστής μιας τηλεοπτικής «συζήτησης» …
Όλη αυτή η διαδικασία έχει κάνει τους Έλληνες να έχουν μνήμη χρυσόψαρου. Αλλάζουν το κανάλι και ακούνε από τους ίδιους ανθρώπους, διαφορετικές γνώμες. Διαβάζουν εφημερίδα (όσοι διαβάζουν) και διαβάζουν διαφορετική γνώμη από τον ίδιο συγγραφέα σε διαφορετικές ημερομηνίες ακόμη και με διαφορά δύο ή τριών ημερών.
Κάπου εκεί στο τέλος, κλείνουν και την τηλεόραση, κάνουν ένα μπάνιο και το επόμενο πρωί δεν έχουν καμία γνώμη για κανένα θέμα αφού και οι ίδιοι δε μπήκαν στον κόπο να ψάξουν κάποια στοιχεία για όσα άκουσαν, ή – το χειρότερο – παπαγαλίζουν κάτι που άκουσαν και τους έκανε απλώς εντύπωση. Το «δε βαριέσαι αδελφέ, όλα ίδια είναι!» έχει γίνει ο νέος Εθνικός μας Ύμνος, ή μάλλον καλύτερα, ο Εθνικός μας Ύπνος.
Αυτό το «δε βαριέσαι» βολεύει όμως. Και τους βολεύει όλους.
Η τεχνολογική εξέλιξη και η ψηφιοποίηση έχει έρθει για να συμβάλει λιγάκι στο να ανατραπεί αυτή η εξαιρετικά βολική κατάσταση. Δύσκολα κάποιος θα κρατούσε αρχείο με ντάνες από χαρτί και εφημερίδες στο οποίο θα έπρεπε να ανατρέξει, αν τύχαινε και θυμόταν ότι κάποτε, κάποιος είχε εκφράσει μια γνώμη και ήθελε να τη «φρεσκάρει». Για την τηλεόραση, δεν το συζητάμε, πρόσβαση σε αρχειακό υλικό, πριν από μερικά χρόνια, θεωρείτο ως η ανάβαση στο όρος Κιλιμάντζαρο, με δεκάδες αιτήσεις, μπόλικη σκόνη, και φοβερή υπομονή και επιμονή.
Σήμερα, η ψηφιοποίηση συμβάλει στο να υπάρχουν τουλάχιστον, στον οικιακό μας σκληρό δίσκο ή σε ιστοσελίδες στο διαδίκτυο, εικόνες, βίντεο, κείμενα που μπορούν να φανούν χρήσιμα στην όλη διαδικασία.
Αν μη τι άλλο, σε επίπεδο δημόσιου βίου, τα πάντα καταγράφονται, τα πάντα ψηφιοποιούνται και αρχειοθετούνται. Μερικά μπορεί και «επίτηδες» να σβήνονται, αλλά θα μπορεί κανείς να τα βρει σε κάποια άλλη πηγή, που επίσης «επίτηδες» θα ήθελε να τα διασώσει.
Το θέμα είναι πόσοι αναζητούν αρχειακό υλικό για να διαμορφώσουν τη δική τους γνώμη. Πόσοι ψαχουλεύουν σε βιβλία, σε πρακτικά, σε οπτικοακουστικό υλικό για να καταλήξουν σε κάποιο συμπέρασμα.
Για γνώμες λοιπόν που προκύπτουν μέσα από διαδικασίες καλουπιών και «σχολικών βοηθημάτων» ποιος θα βρεθεί να πολεμήσει ;
«Γνώμη Πατάκη» έλεγε κάποτε μια καθηγήτριά μου στο σχολείο διαβάζοντας τα τετράδια των εργασιών για την ανάλυση κειμένων. Εικοσιπέντε παιδιά σε μια τάξη τριάντα ατόμων έβγαζαν το ίδιο συμπέρασμα, χρησιμοποιώντας τις ίδιες λέξεις.
Τα υπόλοιπα πέντε είχαν απλώς χρησιμοποιήσει άλλο βοήθημα …
Και επειδή η ρήση « Οι γνώμες δεν μπορούν να επιζήσουν, αν δεν βρεθούν εκείνοι που θα πολεμήσουν γι’ αυτές. », μοιάζει κάπως ημιτελής, θα τολμήσω να τη σουλουπώσω προσθέτοντας ότι προτού πολεμήσουν, θα πρέπει να τις έχουν ερευνήσει και να έχουν πειστεί για αυτές. Αλλιώς θα πολεμούν για δόγμα και όχι για γνώμη.
Στείλτε μου τις σκέψεις σας στο email μου, kormaximus@gmail.com.
Τα λέμε στο επόμενο τεύχος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου