Γιάννης Πρετεντέρης
Δημοσιογράφος
Άρθρο του στην εφημερίδα "Τα Νέα" - 17/7/2012
Ιστολόγιο περιοδικής αρθρογραφίας από το Νομό Κορινθίας και όχι μόνο.
Ξεφυλλίζοντας τις εφημερίδες του πρόσφατου παρελθόντος θα δούμε ότι το κρυφτούλι των υπουργών με το καθήκον τους ξεκίνησε την επομένη της ψήφισης του πρώτου Μνημονίου. Και όταν λέμε «την επομένη» κυριολεκτούμε. Διάβαζουμε για παράδειγμα στην «Καθημερινή» στις 20.5.2010: «Εμπόδια στην υλοποίηση των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η Ελλάδα προκειμένου να διασωθεί η οικονομία της θέτουν ακόμη και υπουργοί της κυβέρνησης... Σύμφωνα με πληροφορίες, η προωθούμενη από το υπουργείο Οικονομικών απελευθέρωση των κατώτατων ορίων στις δικηγορικές αμοιβές, στο πλαίσιο της απελευθέρωσης των κλειστών επαγγελμάτων, έχει προκαλέσει τη σύγκρουση μεταξύ του κ. Γιώργου Παπακωνσταντίνου και του υπουργού Δικαιοσύνης Χάρη Καστανίδη. Σε ένα άλλο μέτωπο αποδείχθηκε πως η υπουργός Οικονομίας Λούκα Κατσέλη είχε αποστείλει στην Κομισιόν διαφορετική ρύθμιση από αυτή που κατατέθηκε στη Βουλή σχετικά με την παραγωγή και πώληση άρτου στα σούπερ μάρκετ».
Για τις περικοπές των δαπανών όλοι είχαν μια καλή δικαιολογία: «Περίπου 22 δισ. ευρώ πρέπει να εξοικονομήσει η χώρα μας μέχρι το 2015, εκ των οποίων 15 δισ. από περιστολές δαπανών και 7 δισ. από αύξηση εσόδων. Οι εγγενείς δυσκολίες που επικαλούνται οι υπουργοί για να υλοποιήσουν τις υποχρεώσεις που τους αναλογούν και κυρίως το γεγονός ότι οι περισσότεροι μοιάζουν πια να μην πιστεύουν στην επίτευξη των κυβερνητικών στόχων... Είναι χαρακτηριστικό ότι υπάρχουν υπουργοί οι οποίοι με τη φράση “ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος” διαμηνύουν ευθαρσώς στον κ. Γ. Παπακωνσταντίνου πως είναι εντελώς παράλογο να τους ζητεί περαιτέρω περικοπές, και άλλοι που είτε τοποθετούν έναν ανώτατο πήχυ στις μειώσεις που τους αξιώνονται είτε φωτογραφίζουν άλλες πηγές (σ.σ.: δηλ. “τα ισοδύναμα των άλλων”) εξοικονόμησης» («Καθημερινή» 26.3.2011). «Ευρύ εσωτερικό μέτωπο διαφωνούντων με τις απολύσεις από το Δημόσιο έχει να αντιμετωπίσει το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα ο πρωθυπουργός. Η προχθεσινή ευθεία διαφωνία του κ. Δ. Ρέππα ως προς την αναγκαιότητα απολύσεων στο Δημόσιο και οι έμμεσες αιχμές του προς τον κ. Γ. Παπακωνσταντίνου δεν είναι παρά μόλις μία περίπτωση υπουργού που διαφωνεί και μάλιστα δημοσίως» («Καθημερινή» 21.5.2011).
Κάπως έτσι, λοιπόν, περάσαμε δύο χρόνια μη εφαρμογής του Μνημονίου (υπάρχουν άπειρα παραδείγματα «ηρωικής αντίστασης» των υπουργών να εφαρμόσουν τα συμφωνηθέντα, που δεν επαρκεί ο χώρος να τα καταγράψουμε). Η συνεδρίαση του προχθεσινού διυπουργικού δείχνει ότι κάπως έτσι θα περάσουμε και τα επόμενα δύο χρόνια, αν -εν τω μεταξύ- δεν κοπεί η ροή της χρηματοδότησης. Οι υπουργοί συνεχίζουν να ορκίζονται ότι όλες οι δικές τους δαπάνες είναι σημαντικές, αλλά παρ’ όλα αυτά θέλουν να περιστείλουν τη σπατάλη του Δημοσίου, η οποία φυσικά είναι στα υπουργεία των άλλων.
Σε κάθε κρίσιμο σημείο των διαπραγματεύσεων και οι δύο πλευρές ψάχνουν να βρουν κάτι που θα αλλάξει το κλίμα και τους όρους του παιχνιδιού. Στην ορολογία των εμπλεκόμενων στις διαπραγματεύσεις ο όρος που χρησιμοποιείται είναι «game changers». Φτάνει, δηλαδή, η στιγμή που αντιλαμβάνονται όλοι ότι αποκλείεται να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί και άλλοι στόχοι και χρειάζονται μια - δυο θεαματικές κινήσεις που θα αλλάξουν το παιχνίδι. Την πρώτη περίοδο του Μνημονίου αυτό επετεύχθη με τις αλλαγές στο ασφαλιστικό και στη δεύτερη με τις αλλαγές στα εργασιακά. Εν τω μεταξύ, δοκιμάσθηκαν και ορισμένα επικοινωνιακά πυροτεχνήματα, όπως οι αποκρατικοποιήσεις ύψους 50 δισ., τα οποία πολύ γρήγορα απεδείχθη ότι ήταν εντελώς ανεφάρμοστα.
Η κυβέρνηση θα πρέπει να βρει πολύ γρήγορα, έως τις αρχές Σεπτεμβρίου, τις δυο - τρεις αντίστοιχες κινήσεις που θα διασφαλίσουν τη χρηματοδότηση της χώρας. Δεν θα είναι μια εύκολη εξίσωση γιατί δεν υπάρχουν εύκολες και άμεσες λύσεις ώστε να αποφευχθεί το πολιτικό δηλητήριο των περαιτέρω μειώσεων μισθών και συντάξεων. Ταυτοχρόνως θα πρέπει να αποφευχθεί η κατάρρευση της κυβέρνησης λόγω της αποχώρησης ενός ή και δύο εταίρων της. Και όλα αυτά όταν στο Βερολίνο μια ισχυρή ομάδα έχει σταματήσει να βλέπει την ελληνική έξοδο από το ευρώ ως ανεξέλεγκτη καταστροφή ή να παίρνει πολύ στα σοβαρά την «απειλή Τσίπρα».
Μέχρι τώρα, λοιπόν, τα μηνύματα προς τα μέσα και τα έξω ήταν σωστά και συνετά. Η κυβέρνηση θα εισέλθει όμως σε λίγες ημέρες στο καμίνι της λήψης άμεσων και δυσάρεστων αποφάσεων όπου και θα παραμείνει με κλιμακούμενες θερμοκρασίες (και άδεια δημόσια ταμεία) μέχρι το τέλος της διαπραγμάτευσης με την τρόικα στις αρχές Σεπτεμβρίου.
Ο ελληνικός λαός παρακολουθεί ένα νέο «θέατρο του παραλόγου», καθώς κορυφαίοι πολιτικοί συνεχίζουν να προβάλουν, περίπου ως αυτονότητα και εξασφαλισμένα, ζητήματα που οι εταίροι μας έχουν καταστήσει σαφές ότι σε αυτή τουλάχιστον τη φάση δεν προτίθενται να συζητήσουν, και από την άλλη, βλέπουν τεχνοκράτες, που έχουν αίσθηση της ευρωπαϊκής πραγματικότητας, να εμφανίζονται συγκρατημενοι και να αποφεύγουν τις πατριωτικές κορόνες, επιχειρώντας να διαχειρισθούν μια πολύ δύσκολη κατάσταση, γνωρίζοντας ότι μόνο μια συναινετική προσέγγιση που θα βασίζεται σε έργα και όχι σε λόγια, πόσω μαλλον σε «μαχητικές διεκδικήσεις», θα επιτρέψει στη χώρα να επιτύχει κάποιες αλλαγές στο περίπλοκο και αρνητικό για την Ελλάδα δημιουργηθέν περιβάλλον.
Υπό αυτό πρίσμα, άλλωστε, επέλεξε ο κ. Γιάννης Στουρνάρας να περιορίσει τις προσδοκίες για άμεση και επιθετική επαναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου και προέβαλε ως προτεραιότητα τις αποκρατικοποιήσεις, υπογράφοντας την πώληση των τεσσάρων airbus της Ολυμπιακής, η ακινησία των οποίων είχε μειώσιει σημαντικά την τιμή τους, ενώ έδωσε βάρος στην ταχεία ολοκλήρωση των έξι αποκρατικοποιήσεων, για τις οποίες ήδη εξελίσσονται οι διαγωνιστικές διαδικασίες (Κρατικά Λαχεία, Ελληνικό, ΔΕΠΑ/ ΔΕΣΦΑ, IBC, Κασσιώπη, Αφάντου). Είναι περίεργο ότι οι επικρίσεις για τη στάση του κ. Στουρνάρα στο Eurogroup προήλθαν από τον κ. Ευάγγελο Βενιζελο, έναν άνθρωπο που λόγω της προηγούμενης θητείας του ως υπουργός Οικονομικών γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον τα «περιθώρια» διαπραγμάτευσης σε αυτή τη φάση. Και δεν μπορεί από τη μια να αυτοπροβάλλεται ως ηγέτης του κόμματος που σήκωσε μόνο του τον «σταυρό του μαρτυρίου» κατα τους πρώτους δέκα οκτώ μήνες μετά την προσφυγή της χώρας στον μηχανισμό στήριξης, και από την άλλη για λόγους εσωτερικής πολιτικής, να προβαίνει σε κινήσεις που έχουν έντονα λαϊκίστικα χαρακτηριστικά.
Σε μια άλλη χώρα και σε έναν άλλο πολιτικό κόσμο, θα μπορούσε κανείς να δεχθεί ότι η προβολή το τελευταίο διάστημα κάποιων μαξιμαλιστικών θέσεων από τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ γίνεται με γνώμονα το εθνικό συμφέρον και προσφέρεται ως εργαλείο αξιοποίησης για τον υπουργό Οικονομικών. Δυστυχώς, η αλήθεια είναι πως η στάση του κ. Βενιζέλου είναι περισσότερο κυνική και λιγότερο πατριωτική... Οπως απέδειξε και με την ατυχή επιλογή του να μην συμμετάσχουν στην κυβέρνηση κορυφαία στελέχη του ΠΑΣΟΚ τα οποία, παρα τις αντιδράσεις συντεχνιών, είχαν πείσει για την αποτελεσματικότητά τους σε πολύ ευαίσθητους τομείς, και άρα με την παρουσία τους θα συνέδραμαν στην εθνική προσπάθεια, έτσι και τώρα θέλει να περιορίσει το πολιτικό κόστος από τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση και να ανακτήσει τη χαμένη διείσδυση σε παραδοσιακές δεξαμενές ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ.
Αλλά δεν γίνεται να προβάλει ως μείζον πολιτικό επιχείρημα ότι το ΠΑΣΟΚ αποτελεί παράγοντα σταθερότητας και ενότητας που διαχειρίσθηκε την οικονομία και γνωρίζει τις δυσκολίες στη σχέση με την τρόικα, και την ίδια ώρα να υποκύπτει σε λαϊκισμούς και να επικρίνει όσους στην πρώτη τους επαφή με ένα διστακτικό, αν όχι αφιλόξενο, Εurogroup, δεν «απαίτησαν» τριετή επιμήκυνση «εδώ και τώρα».
Αν το ΠΑΣΟΚ πρόκειται να έχει κάποιο ρόλο στο μελλοντικό πολιτικό γίγνεσθαι -κάτι που μένει να αποδειχθεί- θα το πετύχει ακολουθώντας τον δρόμο της εξωστρέφειας και του ρεαλισμού, όχι αυτόν της εσωστρέφειας και του λαϊκισμού.
Γιατί, λοιπόν, η συνεχής αύξηση των αμοιβών καταδικάζει την εθνική οικονομία; Ακολουθήστε, παρακαλώ, τον ακόλουθο, απλοϊκό, συλλογισμό. Εστω μια οικονομία ανοιχτή, χωρίς δασμούς και ειδικούς φόρους. Εστω ότι υπάρχουν μόνον δύο επιχειρήσεις. Πωλούν υποδήματα και οι δύο και έχουν τον ίδιο αριθμό εργαζομένων. Ομως, η πρώτη εισάγει έτοιμα τα παπούτσια «της», ενώ η άλλη παράγει τα υποδήματα που τοποθετεί στην ίδια πάντοτε αγορά με τη «συνάδελφό» της. Για να κρατήσουμε απλό τον συλλογισμό, ας δεχθούμε ότι δεν υπάρχει καμία άλλη διαφορά, π.χ. σε ποιότητα, και τα εμπορεύματα είναι ακριβώς ίδια.
Ποια θα είναι η τιμή τους; Αν το «παπούτσι από τον τόπο μας» είναι φθηνότερο, ο εισαγωγέας δεν θα βρίσκει πελάτες. Αν όμως το εισαγόμενο είναι φθηνότερο, τότε χάνει η ελληνική παραγωγή. Αφού όμως η τιμή προσδιορίζει ποιος θα «ζήσει» και ποιος θα «κλείσει», τότε πρέπει να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας στους παράγοντες προσδιορισμού της. Ομως, ο έμπορός μας δεν προσμετράει στο κόστος «του» την εργασία που χρειάστηκε η κατασκευή του εισαγόμενου παπουτσιού, αφού αυτός πληρώνει μια συνολική τιμή στον προμηθευτή του. Ο δικός μας επιχειρηματίας μετράει τους υπαλλήλους του, το ηλεκτρικό και τα άλλα πάγια έξοδά του, προσθέτει το μάρκετινγκ και διαπιστώνει ότι το κόστος εργασίας δεν είναι, τελικά, «τόσο υψηλό». Βγαίνει, λοιπόν, στα τηλεπαράθυρα και λέει ότι οι μισθοί γι’ αυτόν δεν αποτελούν πρόβλημα.
Αντιθέτως, το εμπόριο πάει καλύτερα όσο υψηλότεροι είναι οι μισθοί όλων των πελατών του και όχι μόνον των δικών του εργαζομένων. Πρέπει να είναι εξίσου «καλές» και οι αμοιβές των ανταγωνιστών του. Γι’ αυτό επιμένει να υπάρχουν οι ίδιες αμοιβές σε ολόκληρη την οικονομία. Στην πράξη, όμως, ο έμπορος-εισαγωγέας μπορεί να βγάλει από την αγορά τον εγχώριο παραγωγό, αρκεί οι εργαζόμενοι στη χώρα όπου «ράβει» τα παπούτσια να δουλέψουν για μικρότερη αμοιβή σε σύγκριση με τους δικούς μας εργάτες.
Σε μια οικονομία που εισάγει το μεγαλύτερο μέρος όσων καταναλώνει, τις αμοιβές καθορίζει τελικά ο ξένος εργάτης. Ακόμη κι όταν δεν ζει εδώ, για να «κλέψει» όση δουλειά υπάρχει διαθέσιμη για τους ανειδίκευτους Ελληνες, που φυτοζωούν με το επίδομα ανεργίας. Ας το σκεφτούν λίγο προσεκτικότερα οι «κοινωνικοί εταίροι».
Ο «Κάλχας» κόστισε συνολικά 2,3 εκατ. ευρώ και χρηματοδοτήθηκε από την Ε.Ε. μέσω του προγράμματος Life. Yλοποιήθηκε από ομάδα επιστημόνων του Γεωπονικού Πανεπιστημίου με επικεφαλής τον καθηγητή Χημείας κ. Σέρκο Χαρουτουνιάν, το Μετσόβιο Πολυτεχνείο, την εταιρεία Περιβαλλοντικών Μελετών Terra Nova, την Οnex Hellenic και την Ενωση Κοινοτήτων Κύπρου. Ενα τμήμα του «Κάλχα» προορίζεται να εφαρμοστεί στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στον Γράμμο. Ομως εδώ και δύο χρόνια οι επιστήμονες που έχουν «κερδίσει» την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση αναζητούν υπεύθυνο από την πλευρά του ελληνικού κράτους για να μπορέσουν να του «χαρίσουν» το έργο. Ομως παντού αντιμετωπίζουν «πόρτες ερμητικά κλειστές» ή στην καλύτερη περίπτωση γραφειοκρατία και καχυποψία.
Χρηματοδότηση
Ολα ξεκίνησαν περίπου τέσσερα χρόνια πριν, μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές του 2007 στην Ελλάδα. Ο κ. Σέρκος Χαρουτουνιάν μετά παρότρυνση και των Ευρωπαίων υπευθύνων -εφόσον προηγούμενο περιβαλλοντικό πρόγραμμα που είχε αναλάβει είχε στεφθεί με επιτυχία και μάλιστα είχε βραβευτεί γι’ αυτό- αποφάσισε να συγκροτήσει μια επιστημονική ομάδα και να υποβάλει αίτηση για τη χρηματοδότηση προγράμματος για τη διαχείριση δασικών πυρκαγιών. Το πρόγραμμα εγκρίθηκε και η ομάδα έλαβε χρηματοδότηση ύψους 2,3 εκατ. ευρώ για την εφαρμογή του σε Ελλάδα (Γράμμο) και Κύπρο (Τρόοδος).
Ο «Κάλχας» παρέχει on line πληροφορίες και πρόβλεψη για την εξέλιξη μιας δασικής πυρκαγιάς με βάση συγκεκριμένες παραμέτρους και πληροφορίες που έχουν συγκεντρωθεί. Συγκεκριμένα, καταγράφεται η δασική βλάστηση μιας περιοχής και το πόσο εύφλεκτη είναι αυτή, το ανάγλυφο (χαράδρες, ποτάμια) και άλλα στοιχεία που επηρεάζουν την εξέλιξη μιας πυρκαγιάς. Παράλληλα εγκαθίστανται μετεωρολογικοί σταθμοί στην περιοχή εφαρμογής του προγράμματος, οι οποίοι ανά 1 λεπτό δίνουν πληροφορίες -είτε σε κινητό τηλέφωνο είτε στον υπολογιστή- για τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν, κυρίως θερμοκρασία, ταχύτητα και φορά ανέμου. Τα παραπάνω δεδομένα συγκεντρώνονται σε μια πλατφόρμα και επεξεργάζονται από software που ανέπτυξε για τον σκοπό αυτόν το Μετσόβιο. Ετσι προκύπτει η πρόβλεψη για την εξέλιξη της πυρκαγιάς που επιτρέπει στους αρμόδιους να αποφασίσουν τις επόμενες κινήσεις, τη διάταξη των δυνάμεων ή την εκκένωση περιοχών. Οπως τονίζει στην «Κ» ο κ. Χαρουτουνιάν, ακόμα και πριν από την πυρκαγιά ο όγκος αυτών των πληροφορίων επιτρέπει τον καλύτερο σχεδιασμό των υποδομών, π.χ. πού πρέπει να υπάρχουν δασικοί δρόμοι.
Η υλοποίηση του προγράμματος στην Κύπρο ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια και πριν από λίγες ημέρες πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια. Στην Ελλάδα, από την άλλη, η εφαρμογή... αργεί. Αρχικά ο καθηγητής προσπάθησε να επικοινωνήσει με το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη για να πληροφορηθεί ποιος από την πλευρά του κράτους είναι υπεύθυνος για το έργο. Ομως για οκτώ μήνες δεν έλαβε καμία απάντηση. «Κάποια στιγμή αναγκάστηκα να στείλω στις Βρυξέλλες όλα τα στοιχεία για τις προσπάθειες επικοινωνίας που είχα κάνει, γιατί δεν με πίστευαν».
Ο επόμενος υπουργός έδειξε μεγαλύτερο ενδιαφέρον, αλλά χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα. Μετά σειρά συσκέψεων όπου οι εμπλεκόμενοι (πυροσβεστική, δασαρχεία, διευθυντές δασών, πολιτική προστασία) ζητούσαν συμμετοχή στο πρόγραμμα και αναρωτιούνταν γιατί πήρε τη χρηματοδότηση ο συγκεκριμένος άνθρωπος, η διαδικασία «κόλλησε» και πάλι.
Σήμερα, δύο χρόνια μετά, ο κ. Χαρουτουνιάν ελπίζει να λάβει σύντομα άδεια για να εγκαταστήσει τους μετεωρολογικούς σταθμούς σε σημεία που έχει εντοπίσει με τη βοήθεια του Αρκτούρου. Εως τώρα δεν δινόταν άδεια στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο για την εγκατάσταση, γιατί το Γ.Π. «δεν είναι ακριβώς Δημόσιο, αλλά νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου...».
Μαθαίνουμε τώρα πόσο ανεδαφικά, ηλίθια ή απλώς κακοπροαίρετα ήταν όλα αυτά... Η Κύπρος προσπάθησε να βρει πολύ λιγότερα λεφτά εκτός Ε.Ε. και ΔΝΤ και κατάλαβε αυτό που ήταν προφανές σε όλους: κανείς, μα κανείς, δεν ρισκάρει τα χρήματά του χωρίς εγγυήσεις και, το κυριότερο, κανείς δεν παίζει εκτός των όρων του καθιερωμένου παιχνιδιού της διεθνούς κοινότητας. Μόσχα, Πεκίνο, όλοι έχουν πολύ γενικότερα συμφέροντα σε σχέση με την Ευρώπη και το ευρώ, τα οποία ουδέποτε θα ρίσκαραν. Οσο για τη διαπραγμάτευση, όλοι συνειδητοποιούμε πως είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση η οποία πρέπει να ακολουθεί πάντοτε, μα πάντοτε, μια πορεία σημαντικών απτών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων για να είναι πειστική.
Δεν είμαι βέβαια καθόλου σίγουρος πως όλα αυτά έχουν γίνει αντιληπτά από μια πολύ μεγάλη μερίδα συμπολιτών μας οι οποίοι έγιναν ευλαβείς οπαδοί των θεωριών συνωμοσίας που προωθούσαν συστηματικά το λόμπι της δραχμής, η Αριστερά, ένα κομμάτι της Ν.Δ., οι συνδικαλιστές, το παλαιό ΠΑΣΟΚ και βέβαια τα μέσα ενημέρωσης. Δυστυχώς και εκείνοι που κάνουν την ώριμη και αναγκαία στροφή βρίσκουν μπροστά τους τις μεγάλες κουβέντες και την προπαγάνδα του παρελθόντος. Είναι άδικο να ψέξει κανείς τα θύματα της κρίσης, εκείνους που είδαν να χάνονται περιουσίες, να κόβονται οι μισθοί και οι συντάξεις. Το θεωρώ λογικό να πιστέψει ένας τέτοιος άνθρωπος την προπαγάνδα της «προδοσίας» ή του «μεγάλου κόλπου» με το χρέος, παρά να αναλύσει ψύχραιμα το πώς γίνεται να είσαι μια πολύ πλούσια, διεφθαρμένη χώρα που δεν παράγει τίποτα.
Μεγάλη, αν όχι ιστορική, είναι η ευθύνη εκείνων που έχυσαν όλο αυτό το αντιμνημονιακό δηλητήριο σε ανεξέλεγκτες δόσεις στο μυαλό του Ελληνα. Τώρα που ήλθε η ώρα του ρεαλισμού και της εθνικής συλλογικής ευθύνης μπορούμε να καταλάβουμε το μέγεθος της ζημιάς.
Η Ιστορία αποδίδει ασφαλώς ευθύνες με πιο ώριμο και ψύχραιμο τρόπο με το πέρασμα του χρόνου. Η Ελλάδα ήταν το πρώτο θύμα μιας πρωτόγνωρης και μοναδικής κρίσης χρέους. Ο κ. Παπανδρέου ήταν προφανώς ακατάλληλος για να κυβερνήσει τη χώρα σε μια τόσο κρίσιμη συγκυρία. Τα μεγαλύτερα λάθη του δεν είχαν να κάνουν με «προδοσίες» ή άλλες συνωμοσίες. Αφορούσαν την κακή επιλογή συμβούλων, τον αποκλεισμό των έμπειρων με απροσδιόριστα κριτήρια, την πολύ μεγάλη αργοπορία στη λήψη αποφάσεων το πρώτο εξάμηνο και την κουτοπόνηρη προσπάθεια αποφυγής των διαρθρωτικών αλλαγών που είχαν πολιτικό κόστος. Πρέπει κάποια ώρα να αντιμετωπίσουμε ψύχραιμα και αντικειμενικά το επεισόδιο του Μνημονίου γιατί κινδυνεύουμε να μπούμε σε ένα φαύλο κύκλο. Το εφιαλτικό σενάριο θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ να κατηγορεί τον κ. Σαμαρά και τη σημερινή κυβέρνηση για «προδοσία» και «κακή επαναδιαπραγμάτευση», η κυβέρνηση να μην αντέξει, να έλθει όντως ο κ. Τσίπρας στην εξουσία και να προσγειωθεί και εκείνος πολύ απότομα, οπότε πλέον θα έχει έλθει η ώρα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και των άλλων πιο «αυθεντικών» αντιμνημονιακών πολιτικών δυνάμεων. Είναι πολύ κρίσιμο, λοιπόν, να βρεθεί γρήγορα αντίδοτο για όλες τις παλαβομάρες, άρρωστες θεωρίες συνωμοσίας και κουβέντες του τηλεκαφενείου, που έχουν σφραγίσει τον δημόσιο διάλογο τα τελευταία δυόμισι χρόνια.